Είναι εκείνη η αίσθηση όταν βρίσκεσαι με την παρέα σου, τους φίλους σου. Και κουβέντα στην κουβέντα, η μπάλα θα έρθει και σε σένα. Αναπόφευκτο, μα, κατά βάθος, σ’ αρέσει. Έχει να κάνει με τα «σημαντικά» του καθενός, όχι τα πέρα-δώθε. «Πες μας γι’ αυτήν, γι’ αυτόν, τι έγινε;». Σ’ αυτές τις συζητήσεις που έχετε πια ανοιχτεί, μιλάτε, ακούτε. Ξέρεις, αυτές τις σπάνιες, που μόλις λήξουν, νιώθεις γεμάτος, χαρούμενος, αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις πραγματικά δεθεί με κάποιους.
Κι ίσως κάποιος απ’ όλους να μη νιώθει τόσο άνετα να μιλήσει για έναν άνθρωπο. Ίσως κάτι να τον κομπλάρει, όταν αναφέρεται τ’ όνομά του. Μα, η ερώτηση είναι η ίδια, δε φεύγει εύκολα. Ζητάει απάντηση. Από ενδιαφέρον, όχι κάτι καχύποπτο. Κι ύστερα, είναι η αμηχανία στο πρόσωπο και η νευρικότητα. Ταυτίζεσαι ή όχι, ξέρεις τι εννοώ. Σίγουρα έχεις κάποιον τέτοιο φίλο, αν δεν είσαι εσύ αυτός.
Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι δεν μιλάνε για συγκεκριμένα πράγματα. Είτε δεν σημαίνουν τίποτα γι’ αυτούς, είτε σημαίνουν τα πάντα. Κι όταν, λοιπόν, έρθει η στιγμή εκείνη της παρέας, νύχτα, με κάνα-δυο μπίρες κι αρχίσετε ν’ ανοίγεστε, θυμήσου: Θα δεις και άτομα να μη θέλουν να συζητήσουν γι’ αυτό που τους πλήγωσε, γι’ αυτό που, τυχαία ή όχι, εσύ τους ρωτάς. Θα δεις άτομα να θέλουν να ξεχάσουν ή να ‘χουν ξεχάσει ήδη. Θα δεις αμηχανία, θυμό, αγένεια.
Και το πιο πιθανό σενάριο, όταν παρατηρήσεις όλα αυτά, είναι πως κάτι μέσα τους τους τρώει. Τους καίει. Πληγώθηκαν ή πλήγωσαν, το σίγουρο είναι πως γι’ αυτούς, υπάρχει εκείνος ο άνθρωπος εκεί έξω που ίσως σημαίνει τα πάντα, ακόμη. Και παλεύουν να το ξεχάσουν. Σκέψου, με τη σειρά σου, λοιπόν, κι εσύ, τι μαχαιριά τους δίνεις, όταν τους ρωτάς ευθέως για τον άνθρωπο που πασχίζουν να διαγράψουν. Τόσος κόπος πάει στράφι, όταν αποκαλύπτεται στα μάτια τους αυτή η πικρία. Ξεγυμνώνονται.
Θα χαμηλώσουν τα μάτια, η αμηχανία θα ρέει πια διάχυτη σ’ όλους, κι απάντηση δε θα πάρεις. Μην ρωτάς άλλο, περίεργε εσύ, φίλε. Δε θα σου πουν ότι σημαίνει ακόμα πολλά, εκείνος, εκείνη. Δε θα σου πουν ότι καθημερινά αποτυγχάνουν να προχωρήσουν παρακάτω. Θα το δεις, θα το νιώσεις, μα δε θα στο πουν.
Κι ίσως απ’ την άλλη, δεις αυτό εδώ: Να ρωτάς κι απάντηση να μην παίρνεις, μα γι’ άλλο λόγο. Επειδή, πια, τίποτα δεν έχει να πει, αυτός ο φίλος. Τα έχει διαγράψει όλα, δεν έγινε τίποτα ποτέ. Κι όταν εσύ αναρωτηθείς, εκείνα τα βράδια της παρέας, δε θα ειπωθεί τίποτα. Γιατί, πράγματι, δεν υπάρχει κάτι να ειπωθεί. Είναι όλα παρελθόν κι έτσι τ’ αντιμετωπίζει.
Και τότε, δε θα δεις χαμηλωμένα βλέμματα, ούτε νευρικότητα. Δε θα δεις τρέμουλο στα πόδια, αλλά δύναμη. Δύναμη, αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Τόσο τα έχει αφήσει όλα πίσω του, ώστε, αν τον ρωτήσεις, θα σου κλείσει το μάτι. Και θα σου δείξει την συνέχεια, το παρόν και το μέλλον. Γιατί αυτά μετρούν. Και το έχει καταλάβει. Κι αμέσως, θα σε πείσει, γρήγορα, ολοκληρωτικά. Γιατί θα το νιώσεις, θα το εκπέμπει. Και θα πάρεις μόνος σου την απάντηση: δε μιλάει, γιατί τίποτα πια δεν τον απασχολεί για εκείνη.
Μάθε, λοιπόν να διαχωρίζεις τις δύο αυτές αντιδράσεις. Η μια δείχνει πισωγύρισμα, αδυναμία, αποτυχία να προχωρήσει και στεναχώρια που δεν το καταφέρνει. Κι η άλλη, δείχνει θέληση για το παρακάτω, προσαρμοστικότητα, αντοχή, επιμονή. Όσο εύκολο είναι να ξεχάσεις και να μη μιλάς για κάποιον πια, άλλο τόσο δύσκολο, ως κι ανέφικτο, φαίνεται σε κάποιους. Εκτός κι αν ο δυνατός είναι τελικά αυτός που ακόμα αγαπά, προσπαθεί, θυμάται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου