Αύγουστος, καλοκαίρι. Και πέρα από καθετί άλλο που χαρακτηρίζει αυτόν το μήνα, πάνε κι έρχονται κι οι γάμοι, οι βαφτίσεις, οι αρραβώνες και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις. Έτσι, σε τραβολογάει κι εσένα η οικογένειά σου σε τέτοια μονότονα σκηνικά. «Πρέπει να πάμε, παιδί μου, παντρεύεται η κόρη του τάδε που ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό». Δε χαλάς χατίρι. Πηγαίνεις. Κι ας μην ξέρεις άνθρωπο εκεί, πηγαίνεις.
Παριστάνεις ότι σε κόφτει η χαρά τους, μα δεν τους έχεις ξαναματαδεί στη ζωή σου. Στήνονται σε σειρά μετά τα χαρμόσυνα όλο το σόι να χαιρετηθούν με τους πάντες. Και περνάς κι εσύ. Και το παίζεις γλυκούλης σε θείους και θείες. Ούτε τους ξέρεις ούτε σε ξέρουν. Αλλά είναι αυτό το «πρέπει» στη μέση που σας φέρνει πιο κοντά, κατάλαβες;
Βγαίνεις βόλτα με τους φίλους σου, βραδάκι, ε, καλοκαίρι είπαμε είναι, ξεσκάς και λίγο. Να ηρεμήσει το μυαλό σου θες. Κι όμως, συναντάς τον κάθε γνωστό κι άγνωστο στο δρόμο, και μάντεψε, «πρέπει» να χαιρετήσεις. Δεν είναι ευγενικό να μην κάτσεις και δέκα λεπτά να πείτε τα νέα σας, που, παρεμπιπτόντως, δε σας ενδιαφέρουν και πολύ. Κι ας προσποιείστε ότι σας αγγίζουν. Κι ας δείχνετε ότι νοιάζεστε και προβληματίζεστε βαθιά. Θα μου πεις, απ’ την άλλη, γι’ αυτό δεν είναι οι βόλτες; Για να δεις κόσμο, να μιλήσεις, να ανταλλάξεις νέα, να πεις και κανένα αστείο. Έτσι δεν είναι;
Έτσι είναι, ναι. Εν μέρει. Γιατί στο άλλο μέρος, στο λιγότερο κατανοητό και με τον λιγότερο πληθυσμό, υπάρχουν κι άνθρωποι που δε βγαίνουν γι’ αυτό. Βγαίνουν για άλλους λόγους. Για να σκεφτούν. Μόνοι τους, μα και με παρέα -αυτήν που έχουν επιλέξει, όχι όποια να ΄ναι. Εκεί νιώθουν ασφάλεια. Κι η κάθε χαιρετούρα, η κάθε κουβεντούλα χωρίς ουσία, η κάθε κίνηση που δεν πηγάζει απ’ τους ίδιους, είναι παρεμβολή, τους μπερδεύει, τους ενοχλεί, χάνουν την ηρεμία τους. Την ηρεμία για την οποία βγήκαν έξω. Την ώρα που άλλοι βγήκαν για να συναναστραφούν με κόσμο, τι γίνεται αν κάποιος βγαίνει για να σεργιανίσει τις σκέψεις του;
Εσύ που αρχίζεις λίγο-λίγο και με καταλαβαίνεις, η μόνη βιώσιμη ηθική είναι να κάνεις αυτό που σ’ αρέσει. Αυτό που βγαίνει, δηλαδή, από μέσα σου αναλλοίωτο, πηγαία κι αληθινά, δίχως να το σκέφτεσαι. Το να υπακούς σε κοινωνικούς κανόνες που δεν πηγάζουν από μέσα σου, που δεν κατανοείς την ουσία τους και που τους νιώθεις έξω από σένα, δεν είναι αληθινό, δικό σου. Κι απ’ αυτή την κόντρα του «πρέπει» και της σκέψης σου, προκύπτει βάρος. Βάρος που καλά θα κάνεις να το ξεφορτωθείς.
Τι είναι πιο ευγενικό, λοιπόν, προς τη σκέψη τη δική σου μα και προς τους άλλους; Να προσποιείσαι ότι τους συμπαθείς; Να τους χαιρετάς γλυκά και να τους σφίγγεις το χέρι σε γάμους, βαφτίσεις, γραφεία, καφετέριες, σπίτια; Κι ας μην τους έχεις δει ποτέ; Κι ας μην τους ξαναδείς ποτέ; Κι ας μη θες να τους δεις; Ή να είσαι ειλικρινής απέναντί τους, ακόμη κι αν αυτή η ειλικρίνεια φανερώνει αντιπάθεια; Στην πραγματικότητα απλή αδιαφορία. Αληθινή ευγένεια είναι να μην προσποιείσαι. Να συμπεριφέρεσαι με καθαρότητα στις κινήσεις και τις επιλογές σου. Κι ας προκύπτει απ’ αυτές είτε πραγματική συμπάθεια είτε αντιπάθεια, ωμή.
Πώς αλλιώς να στο πω; Τον συμπαθείς τον άλλον; Δείξε του το, έντονα, να το καταλάβει, να το δει στα μάτια σου όταν τον χαιρετάς. Τον αντιπαθείς; Φρόντισε να το καταλάβει, δίχως να τον γεμίζεις αμφιβολίες. Να ξέρει τη στάση σου. Σου είναι αδιάφορος; Αγνόησέ τον.
Ό,τι κάνεις να το κάνεις επειδή αυτό σου βγαίνει. Χωρίς ενοχές και δεύτερες σκέψεις. Αυτή είναι η πραγματική ευγένεια. Κυρίως προς τον εαυτό σου, αλλά και προς τους άλλους. Κι ας μην μπορούν να αντέξουν την αντιπάθεια και την αδιαφορία. Αυτό είναι δικό τους πρόβλημα.
Η ευτυχία (αν υπάρχει) κρίνεται απ’ το μέγεθος της νησίδας των ανθρώπων που σε περιτριγυρίζουν. Τόσο απλό, μα και τόσο δύσκολο να το πετύχεις με τις επιλογές σου. Κι αν η οικογένεια κι οι φίλοι σου συγκροτούν αυτό το πλέγμα ανθρώπων που χρειάζεσαι για να είσαι ισορροπημένος κι ευτυχής, τότε οποιοσδήποτε άλλος που δεν πληροί τις προϋποθέσεις σου, είναι περιττός. Και περιττός πρέπει να του δείξεις ότι είναι. Όχι περιττός γενικά κι απροσδιόριστα. Κανένας άνθρωπος δεν είναι αυτό, άλλωστε. Απλώς περιττός για τη ζωή τη δική σου. Διαφορά και τεράστια και συχνά δυσνόητη για ορισμένους.
Δεν είμαστε αντικοινωνικοί. Απλά δεν προσποιούμαστε ότι σας συμπαθούμε. Συμπεριφερόμαστε φυσικά, όπως μας επιτάσσει ο νους μας. Δεν είμαστε εσωστρεφείς. Απλά καταναλώνουμε την ενέργειά μας σε σκέψεις, δεν την σέρνουμε από ‘δω κι από ‘κει, δεν την εξευτελίζουμε με ανούσιες κουβεντούλες κι αερολογίες.
Λακωνικοί; Έστω ότι είμαστε, ναι. Όμως, πόσο πιο ξεκάθαρος θα ήταν ο κόσμος κι οι σχέσεις των ανθρώπων, αν λέγονταν μόνον όσα χρειάζεται να ειπωθούν; Στεγνά, λακωνικά, κατανοητά. Χωρίς να βυθίζονται οι άνθρωποι σε άδεια λόγια κι ακόμα πιο κενές συναναστροφές.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη