Γεννήθηκε ορφανή. Ούτε μητέρα ούτε πατέρα, πρώτο της ερέθισμα οι κακουχίες του ορφανοτροφείου. Μεγάλωσε, την φρόντισαν όσο καλύτερα μπορούσαν -έμαθε, άλλωστε, πως το ίδιο πρόβλημα μοιράζονταν κι όλοι οι φίλοι της. Δε ρώτησε ποτέ, κι ας πλημμύριζε από ερωτήματα, απορίες. Συνήθισε το λίγο φαγητό, τη χειρωνακτική εργασία, από μικρή.
Άρχισε να βγαίνει προς τα έξω. Ξεκίνησε μικρές βόλτες, προσπάθησε να χωρέσει σ’ έναν κόσμο που μάλλον την κοιτούσε αδιάφορα. Το ίδιο παρατηρούσε και στους υπόλοιπους -μαζί μεγάλωσαν, εξάλλου. Νοιάζονταν ο ένας για τον άλλο. Μα, το ενδιαφέρον αυτό, δεν το έπαιρναν από αλλού.
Το όνομά της δεν είχε σημασία. Δεν ενδιέφερε και πολλούς. Κι όσους λίγους ενδιέφερε, μικρή βοήθεια μπορούσαν να προσφέρουν. Ευκαιρίες δεν πήρε ποτέ. Κοιτούσε πάντα από χαμηλά.
Διακρίσεις παντού, σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής της. Βέβαια, ο έρωτας δεν ξέρει από δαύτες. Γι’ αυτό κι ερωτεύτηκε. Πολύ. Μα, σύντομα, το κακό επανήλθε. Ξύλο, αλκοόλ, οι εφιάλτες της. Έμεινε στο δρόμο, μ’ ένα παιδί να περιμένει από πίσω. Πόσα ν’ αντέξει;
Απορείς τι αφηγούμαι. «Μα, για ποια μιλάει, τέλος πάντων;», σκέφτεσαι.
Μιλάω για την κοπέλα που καθημερινά κοιτάζεις στα μάτια. Κάθεται, εκεί, στη γωνία, έξω απ’ την πολυκατοικία σου. Την έχεις δει; Αυτή με τα πολλά ρούχα και τις κουβέρτες. Που κρατάει κι ένα μωρό. Και περιμένει. Αιώνια, αυτό που κάνει είναι υπομονή -που πιο πολύ μ’ επιμονή μοιάζει.
Υπομονή, μήπως και η τύχη της χαμογελάσει. Άστεγη, εδώ και χρόνια. Σε νοιάζει από ποια χώρα είναι;
Και πόσες φορές δε σκέφτηκε να τα παρατήσει όλα. Να σταματήσει να προσπαθεί. Γιατί, αυτό που κάνει υπερπροσπάθεια είναι. Από εκείνες τις ηρωικές, αυτές που σε κρατάνε στη ζωή.
Μα, κάτι της λέει να συνεχίσει.
Πέρασε τις προάλλες ένας, μυστήριος κύριος και της υποσχέθηκε σπίτι και φαγητό. Την άφησε να το σκεφτεί. Όνειρο της ακούστηκε. Δεν είχε κι άλλη επιλογή, έτσι δεν είναι; Το μωρό είχε μέρες να φάει. Και το κρύο δε σταματούσε. Αν και, αυτό που την σκότωνε περισσότερο, ήταν η ζωή των υπολοίπων, που κάθε μέρα παρακολουθούσε απ’ το περιθώριο. Αυτό αναζητά, αυτό θέλει να φτιάξει. Για το μωρό της, έστω.
Ο άντρας πέρασε με τ’ αμάξι, δύο μέρες μετά. Μεγάλο, φαινόταν επικίνδυνο. Την πήρε. Κι αυτή και το μωρό. Πέρασαν τα σύνορα, έφυγαν. Άστεγη πριν, πόρνη σε λίγο. Τουλάχιστον με στέγη και φαγητό για το παιδί της. Αυτό κρατούσε. Στην υπομονή ήταν μαθημένη. Η χειρότερη εκδοχή του ανθρώπου είναι εκείνη που κρίνει, δίχως γνώση. Κρίνεις έναν άνθρωπο εμφανισιακά, εμπειρικά, επιφανειακά. Σ’ αρέσει να τοποθετείς τους ανθρώπους σε κουτάκια.
Χόμπι το ‘χεις κάνει, να βάζεις ταμπέλες σε ανθρώπους. Σε ανθρώπους που η ζωή δεν τους χαμογελά. Τους χτυπά. Καθημερινά. Γεννήθηκες σε μια χώρα ήσυχη, μεσογειακή, χωρίς τρομερά, ζωτικά προβλήματα. Κοίτα λίγο ευρύτερα τον κόσμο, βγες απ’ το μικρόκοσμό σου.
Αναγκάστηκες ποτέ ν’ αφήσεις τη ζωή σου; Γιατί οι Σύριοι, τώρα που γράφω αυτό εδώ, αυτό κάνουν. Τρόμαξες ποτέ για την υγεία σου; Φοβήθηκες το θάνατο; Δε νομίζω. Ζεις μια φυσιολογική ζωή, είσαι απ’ τους «κανονικούς» εσύ. Απ’ αυτούς που γουστάρουν να κοιτάνε με περιφρόνηση τέτοιες κοπέλες, κι άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Νιώθουν καλύτεροι, ωραιότεροι, νοικοκυραίοι.
Μάθε να μην κρίνεις τους ανθρώπους. Για τίποτε. Για τίποτε απολύτως. Δε γνωρίζεις τι έχουν περάσει στη ζωή τους, δεν έχεις ιδέα από πού έρχονται. Η ζωή, για κάποιους, είναι σκληρή. Αν δεν είσαι απ’ αυτούς, να νιώθεις ευγνώμων. Και να βοηθάς. Να δίνεις. Πίστεψέ με, δε θ’ άντεχες ούτε τα μισά απ’ όσα περνάνε αυτοί οι άνθρωποι, οι περιθωριοποιημένοι από εσένα.
Είτε είναι άστεγοι, είτε πόρνες, είτε τοξικομανείς κι εγκληματίες, μάθε ν’ αναγνωρίζεις αυτό: είναι «εσύ» σε μια άλλη ζωή, κατά πολύ δυσχερέστερη. Να τους σέβεσαι. Να σε σέβεσαι.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου