Πλανάται όποιος νομίζει ότι η καλύτερη επικοινωνία πετυχαίνεται τη μέρα. Βράδια γίνονται τα ξεκαθαρίσματα. Βράδια βγαίνουν βόλτα οι ενοχές των ανθρώπων, ακάλυπτες από τα φώτα και τα χρώματα τα ψεύτικα της κοινωνίας. Και γω από μεριάς μου, βράδια έχω διαλέξει να σου μιλάω. Συνειδητά. Μα, δεν το ξέρεις. Όλο παραπονιέσαι για τη σιωπή μου τη μέρα, όλο σκέφτεσαι τ’ ανείπωτά μου. Μα, εγώ στα έχω πει όλα. Την ώρα που κοιμάσαι. 

Τότε μπορώ και σου ξεδιπλώνω πτυχές σου που ούτε εσύ η ίδια έχεις ανακαλύψει. Τότε μιλάω σε σένα, για σένα. Έτσι έχω επιλέξει να σε αλλάζω, να με αλλάζω. Μη με πεις δειλό. Μη μου πεις ότι δεν έχω τη δύναμη να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω όσα θέλω. Και μη μου πεις ότι δεν αντέχω να σ’ ακούω να μιλάς. Γιατί αγνοείς κάτι σημαντικό. Τις παίρνω τις απαντήσεις μου. Μου τις δίνουν οι εκφράσεις σου. Η γλώσσα του σώματός σου θα μου δείξει το φόβο σου, την αγωνία και τον έρωτά σου. Μην ανησυχείς. 

Ξαπλωμένη, έχεις ενώσει τα δυο μαξιλάρια για να νιώθεις την ασφάλεια που έχεις ανάγκη, να κοιμηθείς ήσυχη. Τα μαλλιά σου λιτά, ανέμελα, μα το πρόσωπο σου καθαρό, να φαίνονται τα μάτια σου, τα χείλη σου. Έχω φροντίσει και γω γι’ αυτό, άλλωστε. Πάντα με το σεντόνι μέχρι τη μέση σου, και τα πόδια σου δειλά αγκαλιασμένα. Έτσι σε έχω εικόνα κάθε βράδυ που περνάμε μαζί. Τόσο καλά την έχω βάλει μέσα μου αυτή την εικόνα, τόσο δική μου είναι. 

Και κάπου ‘κει, λίγο πριν ξημερώσει, που σε χτυπά ο αέρας ο κρύος, χωρίς να σε ρωτήσει, ξυπνάω. Εκεί ξεκινά το παιχνίδι μας. Αρχίζω να σου λέω όσα δε θες να ακούσεις. Όχι λόγια σκληρά, ψεύτικα κι άγρια, αυτά δεν έχουν θέση ανάμεσά μας. Αρχίζω και σου λέω την πραγματικότητα. Ξέρεις, αυτή που σκοτώνει τον έρωτα. Αυτή σου περιγράφω. Σου λέω ότι κάποια μέρα θα ξυπνήσεις και δε θα είμαστε δίπλα. Ότι κάποια μέρα θα κλαις και δε θα σου σκουπίζω τα δάκρυα με το σεντόνι. Ότι κάποια μέρα θα κοιμάσαι και δε θ’ ακούς τη φωνή αυτή. 

Κι εσύ μου τα γυρίζεις πίσω με τον τρόπο σου. Στο φόβο σου να χάσουμε ό,τι έχουμε χτίσει τινάσσεσαι στον ύπνο σου, ιδρώνεις, θυμώνεις. Στο κενό που νιώθεις όταν ακούς ότι κάποια μέρα θα μας τελειώσει, αλλάζεις πλευρά, γυρνάς μαξιλάρι και ψάχνεις να βρεις πώς το σώμα σου θα είναι άνετα. Μα, στ’ αλήθεια, ψάχνεις να βρεις πώς να είναι άνετα η ψυχή σου, η ισορροπία σου, όχι το σώμα σου. Και δε μένεις ήρεμη. Σε πιάνει τρέλα. Κι έρχεται η ώρα. Η ώρα που σου λέω πώς κάποια μέρα ίσως δε θα σε θέλω τόσο πια. Κι εκεί ξυπνάς. Μεγάλες ανάσες, βαθιές, τα μάτια σου γουρλωμένα. «Εφιάλτης;» σε ρωτάω. Εσύ μου γνέφεις καταφατικά. Κι εγώ σου δίνω το σεντόνι για τα δάκρυα. 

Ξέρω, ακούγεται αλλόκοτο, τρομακτικό. Υπάρχουν και καλύτερες μέρες, όμως. Ή, καλύτερα βράδια, μάλλον. Εκείνα που σου μιλάω για έρωτα πια, όχι για πραγματικότητα. Που σου λέω πόσο όμορφη είσαι όταν κοιμάσαι. Κι εσύ χαμογελάς. Εκείνα τα βράδια που σου λέω ότι δε θέλω να σε χάσω. Κι εσύ σέρνεσαι λίγο προς το μαξιλάρι μου. Να έρθεις κοντά μου. Τότε, που σου λέω πως σε αγαπάω. Κι εσύ ροχαλίζεις. Κι αυτό, όμως, σημάδι είναι. Ότι ξαλάφρωσε η ψυχή σου, ότι αποφόρτισες, ότι καθάρισες κι είσαι πια ήρεμη, ήσυχη. 

Και το πρωί πια, λατρεύω να σε βλέπω να ξυπνάς. Λατρεύω να ακούω από σένα ότι «έχει τέλεια μέρα σήμερα», όταν μόνο εγώ ξέρω ότι το προηγούμενο βράδυ σου ψυθίρισα πως σε θέλω. Κι ότι ο λόγος που εσύ ξυπνάς χαρούμενη, είναι αυτή μας η επικοινωνία λίγες ώρες πριν. Και τ’ αντίθετο συμβαίνει, όμως, μοιραία. Τα βράδια που άθελά μου σε τρομάζω και σε φοβίζω ακολουθούν πρωινά τέρατα. Δεν έχεις όρεξη και ψάχνεις σιωπηλά να βρεις γιατί. Οι κινήσεις σου είναι μουδιασμένες και το βλέμμα σου κουρασμένο, από την πίεση και την ένταση της νύχτας.

Τη νύχτα δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις. Τη μέρα ο έρωτας υποκύπτει στην πραγματικότητα. Τα βράδια ο έρωτας νικάει την πραγματικότητα. Βάλε το καλά αυτό στο νου σου. Εγώ, λοιπόν, θα συνεχίσω να ψάχνω την αλήθεια σου στο βλέμμα σου την ώρα που κοιμάσαι. Και είτε θα ερωτευθούμε τα διπλά, είτε θα οδηγηθούμε στο τέλος. 

Συντάκτης: Γιώργος Καραβιώτης
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά