Σε έναν κόσμου που το μοναδικό πράγμα που μπορεί να τον σώσει είναι η αλήθεια, εμείς συνεχίζουμε να τον βουλιάζουμε στο ψέμα. Όλοι μπούχτισαν, απηύδησαν, κουράστηκαν με τα μη ειλικρινή λόγια κι όλοι παραμένουν βολεμένοι σε αυτά.
Μα γιατί οι άνθρωποι λένε ψέματα; Ρώτησα, ένα βράδυ, σε ένα τραπέζι με φίλους. Η απάντηση που πήρα; «Γιατί να πουλήσεις σε κάποιον την αλήθεια, αφού το ψέμα το βρίσκεις πιο εύκολα και πουλάει και περισσότερο; Άσε που η αλήθεια είναι κάτι δεσμευτικό, ενώ στο ψέμα μπορείς κάλλιστα να αυτοσχεδιάσεις, να αφήσεις την φαντασία σου ελεύθερη».
Έτσι το ψέμα που σημαίνει απάτη, που συνεπάγεται την προδοσία συνεχίζει να μας πληγώνει. Αν ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του, θα δει πως οι άνθρωποι είναι απογοητευμένοι, πληγωμένοι μα κυρίως μόνοι για προβλήματα που η ρίζα τους ξεκινάει από εκεί.
Θα έπρεπε να έχουμε μάθει για έναν άλλο κόσμο όπου εκεί δεν υπάρχουν λόγια παρά μόνο πράξεις. Πόσες υποσχέσεις σου έδωσαν, πόσα όμορφα λόγια άκουσες, πόσα θα «είμαι εδώ», πόσα «για πάντα» και πόσα «ποτέ»; Τώρα έφυγαν κι εσύ έμεινες πίσω να βρίζεις, να πίνεις, να χαρίζεις ψεύτικα χαμόγελα και να προσποιείσαι πως όλα είναι καλά. Να μετράς τις πληγές σου, να θυμάσαι βόλτες, φιλιά, θάλασσες, αμάξια μα κυρίως να μετράς τη μοναξιά σου.
Οι ημέρες τρέχουν, τα βράδια κυλάνε κι η εμπιστοσύνη μοιάζει με κάτι που υπήρξε κάποτε σαν έννοια. Τώρα η εμπιστοσύνη χάθηκε, ποιον να εμπιστευτείς και γιατί; Ο φόβος πως πάλι θα σε προδώσουν δε λέει να φύγει απ’ το μυαλό σου. Ένας έρωτας, ένας φίλος, μια μεγάλη αγάπη, κάποτε σε πλήγωσε. Σε πλήγωσε πολύ και βαθιά κι όσες ημέρες και χρόνια κι αν περάσουν, αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσεις. Χαράχτηκε βλέπεις στα άδυτα του μυαλού μα κυρίως της ψυχής.
Μπορεί να ήταν εκείνος ο μοναδικός άνθρωπος που ήξερε τα πάντα για εσένα, όλα εκείνα τα όμορφα, όλα εκείνα τα κουσούρια που έχεις, όλες εκείνες τις κακές στιγμές που ζήσατε μαζί. Ήταν εκείνος ο σύντροφος, εκείνος ο φίλος που ό,τι κι αν συνέβαινε το μάθαινε πρώτος, που δεν έκανες τίποτα χωρίς πρώτα να το συζητήσεις μαζί του, χωρίς να πάρεις τη γνώμη του. Κάποιος που ήξερε καλά τα δυνατά μα κυρίως τα αδύναμά σου σημεία. Μα φυσικά και φρόντισε να σε χτυπήσει στην αχίλλειο πτέρνα σου. Πώς αλλιώς θα έκανε θεαματική έξοδο;
Αφού λοιπόν πρώτα τον αγάπησες, τον εμπιστεύτηκες, μετά εκείνος σε πλήγωσε κι ύστερα κιόλας έφυγε. Νύχτες ατελείωτες ήρθαν, συζητήσεις με τους φίλους ξανά και ξανά με το ίδιο θέμα. Κλάματα, δάκρυα, πόνος κι εκεί που πατάς ξανά στα πόδια σου, τσουπ! Να σου, κάποιος καινούριος σε κάνει να ξαναχάσεις την εμπιστοσύνη που του είχες. Σε αυτή τη φάση εσύ έχεις ένα «γιατί» ζωγραφισμένο σε όλο σου το είναι.
Το αστειότερο όλων είναι πως τη μεγαλύτερη ζημιά μας την κάνουν εκείνοι οι υπεράνω υποψίας. Εκείνοι που ποτέ δεν πιστεύαμε πως θα αμφισβητήσουμε, που είχαμε την ψευδαίσθηση πως είναι σύμμαχοί μας. Που δεν ακούγαμε τις, τάχα μου, κακολογίες για αυτούς και πιστεύαμε μόνο ό,τι έβγαινε απ’ το στόμα τους. Βάζαμε το χέρι μας στη φωτιά για δαύτους και τι μας έμεινε; Ένα χέρι καμένο κι ένας πόνος μεγάλος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη