Οι άνθρωποι φεύγουν. Μας κάνουν να τους αγαπήσουμε, να τρελαθούμε μαζί τους κι ύστερα φεύγουν. Μας τιμωρούν συχνά μιας και δεν αποφασίζουν να ξεκουμπιστούν μια και καλή, αλλά μένουν σε εκείνο το σπιτάκι του μυαλού μας, σε εκείνο που κάποτε δυο ψυχές δημιούργησαν μαζί. Συζητήσεις, όνειρα και σχέδια ήταν μερικά απ’ τα θεμέλια και το σπιτάκι τώρα πια γκρεμίστηκε κι εκείνοι περνούν απ’ τα συντρίμμια κάνοντας βόλτες όποτε τους καπνίσει.
Θες να πάθεις για να μάθεις; Θυμάσαι να σε ρωτούσαν μικρό κι εσύ δεν καταλάβαινες μα ούτε τώρα κατάλαβες που έπαθες. Αρνείσαι κατηγορηματικά να δεχτείς την καφρίλα που σου προστάζει η εποχή. Αρνείσαι να πιστέψεις πως οι ανθρώπινες σχέσεις είτε ερωτικές είτε φιλικές μπορούν να διαλυθούν απ’ το τίποτα. Δεν μπορείς να πιστέψεις πως ο καθένας κοιτά το συμφέρον και τη βολή του.
Εσένα δε σε έμαθαν έτσι. Δε σ’ αρέσει που έχεις γίνει καχύποπτος, εσένα η ζωή σου έμαθε να έχεις μόνο αγάπη μέσα σου. «Να συμπεριφέρεσαι όπως σου συμπεριφέρονται», θυμάσαι και σταματάς να σκέφτεσαι, κλείνεις τα μάτια και λες «Όχι!». Εσύ είσαι αυτός που είσαι, αν οι άλλοι δεν μπορούν να το εκτιμήσουν και να συμπεριφερθούν ανάλογα ας πάνε στο διάολο. Τέτοιους ανθρώπους στη ζωή μου δεν τους θες.
Και βγαίνεις για άλλη μια φορά σωστός κι οι άνθρωποι απ’ τη ζωή σου περνάνε και ξαναπερνάνε και μετά πηγαίνουν πιο γρήγορα και μετά χάνονται σε κλάσματα δευτερολέπτου. Κι εσύ στέκεσαι σε μια γωνία με σταυρωμένα τα χέρια μπουχτισμένος απ’ τους τόσους σκάρτους να κοιτάς και να απορείς.
Ήσουν πολύ μικρός όταν κατάλαβες πως στη ζωή σου θα έχεις πρόβλημα με τον τρόπο που αγαπάς. Ένιωθες πως σου ήταν πολύ δύσκολο να συμπαθήσεις κι ακόμα δυσκολότερο να δεθείς με κάποιον. Όταν όμως αυτό γινόταν ήταν λες και συνέδεες δεσμούς αίματος με εκείνους που είχες διαλέξει να υπάρχουν δίπλα σου.
Στεναχωριόσουν όταν έφευγαν, θυμάσαι; Πονούσες και προσπαθούσες να απαντήσεις στα γιατί που ούτε οι ίδιοι δεν ήξεραν. Σιχαίνεσαι τις αλλαγές γιατί με δαύτες κάτι πρέπει να φύγει και τότε εκείνος ο αφόρητος πόνος θα σου χτύπαγε ξανά την πόρτα.
«Να μην αναλύεις τα πάντα, να μην πιέζεις καταστάσεις, να δίνεις χρόνο, να είσαι ο εαυτός σου, να είσαι αξιοπρεπής». Τι λέτε, τι μου λέτε, σκέφτεσαι. Ο εαυτός σου θέλει να ζήσει τώρα και δεν έχει μάθει να περιμένει, διψάει. Διψούσε καιρό για έναν τέτοιο άνθρωπο και τώρα που τον βρήκε, πώς μπορεί να προσποιείται τον άνετο;
Και βγαίνεις στο μπαλκόνι να κάνεις τσιγάρο και ξεφυσάς και σηκώνεις το κεφάλι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα πιστεύοντας πως έτσι θα πάρεις δύναμη. Κοιτάς τα αστέρια, σκέφτεσαι ό,τι μπούρδα μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους για να ξεχαστείς, μελαγχολείς περισσότερο.
Ξαφνικά βλέπεις μέσα στον ουρανό κάτι να κινείται με ταχύτητα και μέσα σε δευτερόλεπτα να εξαφανίζεται. Σου θυμίζει όλους αυτούς που μπήκαν στη ζωή σου, της έδωσαν φως κι ύστερα τη βύθισαν πάλι στο σκοτάδι με τη φυγή τους. Τα δικά σου πεφταστέρια.
Με έναν ευφάνταστο τρόπο γνωρίζουν πώς να ξεθολώσουν τα νερά του μυαλού μας, έχουν ήρεμη φωνή, ξέρουν πώς θα μας μιλήσουν. Πάντα με επιχειρήματα, δεν είναι επιφανειακοί, έχουν κάτσει και ψάξει την ουσία του κάθε πράγματος. Είναι εκείνοι που θες να αγκαλιάσεις μόλις τους δεις, εκείνοι που πάντα χαμογελούν, εκείνοι οι αισιόδοξοι. Δεν τους νοιάζει τι θα πει ο κόσμος, ζουν γι’ αυτούς κι όσους μπορούν να τους δεχτούν.
Έχουν τόσα καλά μα χάνονται κι αυτοί σαν διάττοντες αστέρες. Κι ίσως αυτοί να μη χάνονται σε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά κάθε φορά που θα πέφτει ένα αστέρι και θα κάνεις μια ευχή, θα περιλαμβάνει κι αυτούς. Γιατί πάντα θα θες λίγο ακόμα μαζί τους.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Καλλιοντζή: Πωλίνα Πανέρη