Αθήνα, βράδυ, κρύο και βροχή. Γιατί δεν έχει ξαστεριά, γιατί δεν έχει πανσέληνο; Κάτι τέτοια βράδια τα αστέρια θα έπρεπε να μας κρατάνε συντροφιά. Οι τέσσερις τοίχοι δεν είναι καλή παρέα, γιατί τα σπίτια δεν έγιναν για να ζει ένα μόνο άτομο. Γι’ αυτό σου λέω, έλα! Για μια νύχτα μόνο κι αφού δε σου έδωσα ποτέ τα κλειδιά μου, έλα να με περιμένεις στα σκαλιά της πολυκατοικίας. Ένα απ’ τα βράδια που γυρνάω εξαντλημένη σπίτι να σε βρω να με καρτερείς.
Γυρνάω σπίτι κι είναι άδειο, το καταλαβαίνεις; Πού είσαι, πού στο διάολο είσαι; Πού είμαι εγώ, πού είναι το κοριτσάκι που ένα βράδυ γνώρισες κι αγάπησες τυχαία; Τότε μου φώναζες, δεν μπορούσες να διαχειριστείς τον αντιδραστικό μου χαρακτήρα. Και τώρα οι φίλοι ωρύονται πως έχω γίνει σαν κι εσένα.
Με έκανες σαν τα μούτρα σου ρε και σηκώθηκες κι έφυγες. Δε βγαίνω πια ως το πρωί, δε φλερτάρω, δεν τα πετάω όλα έξω. Κρίνω τους ανθρώπους απ’ το τι έχουν κάνει στη ζωή τους, βάζω μέτρο σε όλα, έχω γίνει η κολλητή της λογικής. Ποια, εγώ! Που τότε δεν άκουγα κανέναν για την πάρτη σου και τώρα με νικάν οι τέσσερις τοίχοι ενός σπιτιού. Ενός σπιτιού καινούριου, που βλέπει στη θάλασσα κι έχει μεγάλη κουζίνα.
Αλλά δεν σου είπα τα νέα! Εσύ δεν είσαι εκεί όταν κοιτάω τη θέα απ’ το μπαλκόνι και σταμάτησα πια να μαγειρεύω γιατί δεν έχω κανέναν να με κοροϊδεύει πως καίω τα φαγητά. Λένε πως μαγειρεύω τέλεια κι εγώ τα τέλεια τα βαριέμαι εύκολα.
Έτσι σταμάτησα να μαγειρεύω, όπως σταμάτησα να σε ζηλεύω, να σε θέλω, να σε σκέφτομαι, όπως σταμάτησα να βλέπω παλιές μας φωτογραφίες. Μα σήμερα κάτι με έπιασε και θέλω να σε δω και δεν ξέρω γιατί δεν έχω ήδη ξεκινήσει.
Μάλλον θα είναι που έγινα εγωίστρια κι ορκίστηκα να μη σου επιβεβαιώσω ξανά πόσο σε αγάπησα. Αν σε αγαπάω πια; Δικός μου ο λογαριασμός και τα ρέστα σε αυτές που τώρα πουλάς λουλούδια κι αγάπες. Δε θα λυγίσω, δίπλα σου έμαθα να είμαι δυνατή. Δεν πρόκειται να σηκώσω το ακουστικό, ούτε με απόκρυψη γιατί δεν την αξίζεις τη χαρά. Αλλά θέλω ακόμη να σε δω, γιατί δεν εμφανίζεσαι;
Γιατί δεν είσαι εσύ αυτός που χτυπάει την πόρτα την ώρα του μαθήματος κι είναι κάποιος άσχετος που κάτι ψάχνει. Γιατί δε με ψάχνεις; Γιατί δε γίνεται ένα απ’ τα βράδια που γυρίζω σπίτι, να σε βρω στα σκαλιά της πολυκατοικίας;
Μη χαίρεσαι, δε θέλω επανασυνδέσεις. Σιχάθηκα να ανατρέχω στο παρελθόν. Να με περιμένεις θέλω, μία φορά να με περιμένεις κι εσύ. Η εικόνα της αναμονής σου να μου ξεπληρώσει τις ημέρες, τις νύχτες, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες που εγώ σε περίμενα.
Έναν τσακωμό ζητάω, τη βαρέθηκα την ηρεμία τους. Θέλω έναν τσακωμό απ’ τους δικούς μας. Με φωνές, κλάματα, βρισίδια και προσβολές. Όχι, όχι δε θέλω να καταλήξουμε στο κρεβάτι. Θέλω να έρθεις, να σε κοιτάξω στα μάτια και να σε ρωτήσω το γιατί. Πώς κάνεις τόσα σε έναν άνθρωπο που φώναζες ότι αγαπούσες; Θέλω όταν θα κλείσεις την πόρτα μου τα χαράματα, να κλείσεις μαζί και τα γιατί μου.
«Όταν χωρίζουν δυο άνθρωποι που αγαπιούνται κάπου μακριά γίνεται μια καταστροφή… Είναι τρομακτική η ενέργεια που απελευθερώνεται όταν διακόπτεις την αγάπη…». Έτσι άκουσα κάπου κι έχουν δίκιο. Σήμερα λοιπόν δεν έχει πανσέληνο, κάνει κρύο και βρέχει. Ούτε σήμερα θα έρθεις και καλά θα κάνεις γιατί άμα θα έρθεις σε διώξω και πριν σε διώξω θα σε πληγώσω όσο εσύ εμένα κι εγώ με εσένα απέχουμε παρασάγγας, το απέδειξε άλλωστε κι η ιστορία.
Ξέσπασα για απόψε, πρέπει να σε αφήσω. Η ζωή που έφτιαξε μακριά σου, το κοριτσάκι που κάποτε αγάπησες την περιμένει.
Αν θες κάτι περίμενέ με στα σκαλιά μα να ξέρεις πως μπορεί απόψε να γυρίσω με παρέα. Να ξέρεις πως μπορεί να σε προσπεράσω και φεύγοντας να κοπανήσω την πόρτα. Μπορεί πάλι να κάτσω να σε ακούσω, αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά αφού δε θα έρθεις ούτε απόψε, ούτε κάθε απόψε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη