Κάποιες φορές η σιωπή είναι πολύ πιο σημαντική απ’ τα λόγια. Καταλαβαίνεις πολλά περισσότερα από ό,τι θα καταλάβαινες από ένα σωρό λέξεων. Πόσες λέξεις, πόσα βαρύγδουπα λόγια μου είπες τότε, ε; Τον ουρανό με τα άστρα μου έταζες, μωρό μου και μπράβο σου που με έκανες να τα πιστέψω -δε σε είχα συγχαρεί ποτέ.

Έχεις μεγάλο ταλέντο στο γράψιμο -και το κυριολεκτικό και το μεταφορικό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πόρνη απ’ την υπόσχεση. Όσος καιρός και να περάσει, ό,τι κι αν συμβεί, το μυαλό παραμένει κολλημένο σε μια πρόταση που κάποιος κάποτε σου είχε πει.

Οι άνθρωποι έχουμε την τάση, παρά τη δυσπιστία μας, να πιστεύουμε αυτά που ακούμε. Είναι μάλλον η ελπίδα μας πως αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά. Στο τέλος, βέβαια, συνειδητοποιούμε πως δεν ήταν ούτε αυτή τη φορά.

Τίποτα πιο όμορφο απ’ τα ωραία λόγια, τα τρυφερά, τα γλυκά. Σε γεμίζουν χαρά, πίστη πως τελικά κάτι υπάρχει εκεί έξω. Όνειρα χρυσά, ασημένια, όλα είναι διαφορετικά με δαύτα.

Όταν τελειώνουν τα λόγια, αρχίζει η σιωπή κι εκεί δεν ξέρω τι πρέπει να καταλάβω. Τη σιχαίνομαι τη σιωπή, πάντα τη σιχαινόμουν. Ίσως γιατί τη φοβάμαι και πάντα θα τη φοβάμαι. Η σιωπή είναι σαν ένα ηφαίστειο ενεργό που δεν ξέρεις πότε θα εκραγεί.

Πάντα κάτι κρύβει η ρουφιάνα κι αυτό σίγουρα δεν είναι αδιαφορία. Όταν ο άλλος δε σε ενδιαφέρει, όταν του έχεις πραγματικά τελειώσει, δεν κάθεται να σε ακούσει. Και μη μου πεις πως μόνο από σεβασμό θα σε ακούσει, εδώ δε σεβάστηκε άλλα κι άλλα, αυτό θα σεβαστεί; Σηκώνεται φεύγει, σου κλείνει το τηλέφωνο στη μούρη, σου λέει πως πήγε παρακάτω.

Μα όταν με ακούς και σιωπάς δε σου έχω φύγει. Όταν κάνεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και δε βγάζεις άχνα, ακόμα θυμάσαι, ακόμα υπάρχω στην ψυχή σου. Στη σιωπή δεν ακούγεται τίποτα, εγώ όμως πώς άκουσα τόσα εκείνο το βράδυ; Μόνο οι άνθρωποι που γνωρίζονται πολύ και καλά μπορούν να επικοινωνήσουν δίχως λέξεις. Λες να έγινε αυτό με εμάς;

Πάντα είχαμε πιο ουσιαστικούς τρόπους να επικοινωνούμε εμείς και το αγαπημένο σου ήταν να κοιτιόμαστε χωρίς να λέμε κουβέντα. Και τώρα που πρέπει να μου εξηγήσεις, πάλι σιωπάς, πάλι με ακούς να φωνάζω και πάλι δε μιλάς.

Η σιωπή, λένε, είναι απάντηση, μα εμένα με εκνευρίζει. Δεν έχει σιγουριά, βασίζεται στη φαντασία του καθενός μας κι αν εσύ τη μεταφράζεις αλλιώς από ό,τι εγώ; Η απόλυτη ησυχία κάνει τη φαντασία μου να οργιάζει κι αυτό με τρελαίνει.

Το στόμα δε λέει όσα η σιωπή κι εμείς οι δυο καταδικάσαμε όσα είχαμε μέσα μας, όσα μας έπνιγαν σε μια ασταμάτητη παύση. Μάλλον δεν υπήρχαν λέξεις για να εξηγήσουμε ο ένας στον άλλο κι έτσι προτιμήσαμε να πάψουμε.

Μα, λουλουδάκι μου, τι να τις κάνουμε εμείς τις λέξεις; Εμείς πάντα συνεννοούμασταν με ένα βλέμμα, με ένα άγγιγμα. Τα κατάλαβα όλα εκείνο το βράδυ και στεναχωρήθηκα πολύ για εσένα.

Για εμάς; Αν στεναχωρήθηκα για εμάς; Εμείς δεν υπάρχουμε πια, παρά μόνο στις τύψεις που σε πνίγουν κάθε φορά που με φέρνεις στο μυαλό σου. Παρά μόνο αν ποτέ κοιταχτούμε ξανά στα μάτια.

Καληνύχτα…

 

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη