Σήμερα θα μιλήσουμε μετά από πάρα πολύ καιρό, σήμερα θα σου πω όλα εκείνα που δεν ξέρεις και που για την ακρίβεια θα έπρεπε να έχεις φανταστεί κι όχι για άλλη μια φορά να λέω εγώ. Δε βαριέσαι, άλλη μια υποχώρηση. Τη σιχαίνομαι αυτή τη λέξη, αυτή την πράξη, αλλά πώς γίνεται μαζί σου να έχω κάνει τόσες; Θα είναι αυτό που λένε πως τα συναισθήματα ισούνται με συμβιβασμό.
Εγώ όμως, μωρό μου, δεν έμαθα ποτέ να συμβιβάζομαι, δε θα είσαι εσύ η εξαίρεση στον κανόνα μου, τουλάχιστον όχι και σε αυτόν. Εγώ τα θέλω όλα, είμαι εμμονική μέχρι αηδίας, αυτή είναι η δικιά μου η αρρώστια. Είμαι από αυτούς που δεν ξεχνάνε ποτέ και τίποτα, που επιμένουν μέχρι να πάρουν αυτό που τους έχει καρφωθεί στο μυαλό. Έχω μάθει να περιμένω προχωρώντας και να αγαπάω τον ήχο που κάνουν τα παπούτσια μου την ώρα της φυγής μου.
Φεύγω μακριά, εξαφανίζομαι για καιρό από όσους κι από όσα έχω σκοπό κάποτε να ξαναγυρίσω. Μα μου μάθανε να γυρίζω πίσω μόνο σε ό,τι αξίζει, να αποχωρώ ή να με αποχωρούν, αλλά ποτέ να μη δέχομαι επιστροφές. Σιχαίνομαι τις μισάνοιχτες πόρτες, κάνουν πολύ θόρυβο. Έτσι φροντίζω να τις κλειδώνω καλά, είτε την πόρτα την έκλεισες εσύ είτε εγώ.
Η πόρτα η δικιά μας, όμως, δεν έχει κλείσει, όσο κι αν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου. Όσο κι αν με αποφεύγεις, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Είμαι στο μυαλό σου, το ξέρω, το νιώθω, αισθάνομαι ότι κάθε μέρα μακριά σου παίρνω ζωή στις σκέψεις σου. Θα είναι αυτό που μου είχες πει ένα βράδυ, πως το νιώθεις όταν σε σκέφτομαι. Τώρα, λοιπόν, που με σκέφτεσαι, το νιώθω εγώ και το νιώθω τόσο έντονα που τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να μην το πιστέψω. Το διαβάζω στα μάτια σου, το ακούω κάτω απ’ τις λέξεις που μου λες.
Με σκέφτεσαι όμορφα, αναρωτιέσαι πόσο καλά σε ξέρω, αναλύεις τα λάθη και των δυο μας. Θέλεις να με βλέπεις χαρούμενη, θέλεις να είμαι καλά κι όλο φεύγεις. Φεύγεις μακριά κι όλο έρχεσαι ξανά, αθόρυβα και τρυφερά, σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα. Κι εγώ μένω εκεί να σε κοιτάω, να αισθάνομαι τα πάντα σου.
Πόσο μεγάλο πράγμα είναι τελικά το ένστικτο; Πώς γίνεται με ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μας, που κοιμηθήκαμε μαζί τους, που περάσαμε τόσες στιγμές να μην νιώσαμε έτσι όπως νιώσαμε με κάποιους άλλους που δεν έχουμε κάνει τόσα μαζί τους.
Είναι σαν μία ακόμη αίσθηση αυτό που νιώθουμε με κάποια άτομα. Αισθανόμαστε με έναν μαγικό τρόπο πότε δεν είναι καλά, ακόμη κι όταν δεν έχουμε καμία απολύτως επαφή μαζί τους για ημέρες ή και μήνες. Με τον ίδιο μαγικό τρόπο το αισθανόμαστε κι όταν μας σκέφτονται. Μπορεί κάποιοι άνθρωποι να μην μπορούν να είναι μαζί λόγω καταστάσεων. Αυτό, όμως, δεν τους εμποδίζει να ταξιδεύει ο ένας στη σκέψη του άλλου.
Αυτή είναι η δικιά μας η μοίρα, μια πόρτα μισάνοιχτη, που κι οι δυο αρνούμαστε πεισματικά να κλείσουμε. Με σκέφτεσαι και το νιώθω, γι’ αυτό σκέψου το καλά πριν με ξαναφέρεις στο μυαλό σου. Θα το αισθανθώ για μία ακόμη φορά…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη