Μας έφαγε η ρουτίνα, καλέ, πόσο καιρό έχουμε να περάσουμε πραγματικά καλά; Να διασκεδάσουμε, να γελάσουμε, να φλερτάρουμε όπως παλιά. Αυτό πάλι πού το πας; Αν ανατρέξεις πίσω στο χρόνο, θα δεις και θα συνειδητοποιήσεις πως, τότε, όταν έβγαινες περνούσες πάντα καλά, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι τώρα. Κάθε πέρσι και καλύτερα που λένε, ε, κάτι τέτοιο θα ισχύει κι εδώ λογικά. Αν, μάλιστα, παρκάρεις τη σκέψη σου εκεί γύρω στην εφηβεία και θυμηθείς εκείνες τις εποχές, ε, μια μικρή κατάθλιψη όσο να ‘ναι θα την πάθεις.
Γίνεται να ξεχάσει κανείς εκείνα τα εφηβικά πάρτι; Ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία από μόνα τους, το μεγάλο οκ απ’ τους γονείς κι οι διαπραγματεύσεις για την ώρα της επιστροφής, το άγχος για το τι θα φορέσεις, ποιοι άλλοι θα ‘ναι εκεί. Ήταν κάτι που συζητιόταν μέρες πριν συμβεί.
Πάρτι (συνήθως) σε σπίτια, χωρίς γονείς, με χαμηλό φωτισμό, δυνατή μουσική κι εκείνα τα ανεβαστικά κομμάτια της εποχής, που έγραψαν ιστορία. Λάμπης Λιβεριάτος, Καίτη Γαρμπή, Διονύσης Σχοινάς, Γιώργος Λεμπέσης, Δέσποινα Βανδή, Άντζυ Σαμίου, Τριαντάφυλλος, Αλεξία, Σάκης Ρουβάς και πολλοί άλλοι πρωταγωνιστούσαν σε εκείνες τις επικές βραδιές μας κι απογείωναν τη διάθεσή μας.
Όλοι ήξεραν τα τραγούδια τους απ’ έξω κι ανακατωτά. Κανένας δεν καθόταν, όλοι χόρευαν κι όταν η ώρα περνούσε, κάπου προς τα μέσα της βραδιάς, τότε έπεφτε και το πρώτο μπλουζ. Μια στιγμή που οι περισσότεροι περίμεναν πώς και πώς. Ο λόγος; Μα φυσικά και για να χορέψουν με το φλερτ τους. Έτσι ήταν τότε, δεν υπήρχε messenger, instagram και likes για να στείλεις ή να πατήσεις μια κόκκινη καρδιά. Ούτε κινητά για βραδινά μηνυματάκια και κλήσεις μέχρι πρωίας.
Το καλό με το ότι δεν υπήρχαν βέβαια κινητά, ήταν πως κανένας δεν μπορούσε να σε ψάξει. Δε σε έπαιρνε κάθε λίγο και λιγάκι η μάνα σου για να δει πού είσαι, με ποιους και τι ώρα θα γυρίσεις. Ένα σταθερό σε κάθε σπίτι ήταν υπεραρκετό και μία συμφωνία για την ώρα που θα ‘ρθουν οι δικοί σου να σε πάρουν.
Λίγο αργότερα, ανάμεσα σε αναψυκτικά, δρακουλίνια, breezer και gordon’s space (βαριά ποτήρια), ερχόταν κι η ώρα της μπουκάλας. Εκεί να δεις τι γινόταν. Μιλάμε για χτυποκάρδι, όχι αστεία, έπεφταν παρακαλετά και προσευχές για να τύχει να σε φιλήσει εκείνος που ήθελες. Το φιλί τότε είχε αξία, δεν ήταν ένα απλό φάσωμα όπως το λέμε σήμερα.
Έπεφταν βέβαια και φιλιά εκτός παιχνιδιού απ’ τους πιο τολμηρούς, μόνο που τις περισσότερες φορές ήταν στα κρυφά και τα σκοτεινά. Σε κανένα δωμάτιο με κλειδωμένη την πόρτα, στην τουαλέτα, στην κουζίνα που τάχα είχες πάει γιατί τελείωσε ο πάγος κι άλλα τέτοια συνωμοτικά.
Σχεδόν στα κρυφά επίσης συνέβαινε και κάτι άλλο, μην πάει ο νους σου στο πονηρό. Να, ρε παιδί μου, τα πρώτα μας τσιγάρα. Μη φανταστείς πως είχαν όλοι πακέτο, η τράκα πήγαινε κι ερχόταν. Άλλοι είχαν ξανακαπνίσει και περνιόντουσαν για έμπειροι κι άλλοι δοκίμαζαν για πρώτη φορά. Νομίζαμε τότε, οι ανόητοι, πως ήταν μαγκιά κι έτσι κάναμε την επανάστασή μας. Η αλήθεια είναι πως αν δε γνωριζόμασταν ποτέ μ’ αυτή τη συνήθεια, σήμερα θα αναπνέαμε καλύτερα.
Σε εκείνα τα πάρτι δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να γίνει και κάνα ντου. Είτε η ίδια η κυρά Νίτσα από απέναντι, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί με το «ντα πα ντου πα» είτε η αστυνομία, αφού η γλυκούλα χωρίς δεύτερη σκέψη και σίγουρα χωρίς τύψεις ή διάθεση για κατανόηση λόγω της ηλικίας μας, ενημέρωνε για διατάραξη κοινής ησυχίας. Αν πάλι πέφταμε σε κανέναν πιο ευγενικό ( ή νέο) γείτονα, μπορεί να ερχόταν για παρατήρηση και τελικά να τα έπινε –καμιά μπίρα, μη φανταστείς– μαζί μας.
Ωραίες εποχές, αυθεντικές εκείνες οι δεκαετίες του ’80 και του ’90. Είχαν μια αθωότητα μαζί με την πονηριά της εφηβείας. Όλα γινόντουσαν αργά και τα πάρτι ήταν πραγματική διασκέδαση για όλους, ευκαιρία για φλερτ και γέλια, όχι για check-in και μούτρα κολλημένα στις οθόνες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη