Τι είναι άραγε ο έρωτας, πώς ξεχωρίζουμε τον έρωτα απ’ τον ενθουσιασμό; Συχνά εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να τα μπερδεύουμε αυτά τα δυο. Λάθος μας, όμως, γιατί ο έρωτας είναι πράγμα πολύ ξεκάθαρο. Έρωτας σημαίνει παράνοια, χτυποκάρδι, ανυπομονησία, μια αστείρευτη χαρά να κατακλύζει τα μέσα σου. Ο κόσμος ξαφνικά γίνεται ομορφότερος, τα σκοτάδια φωτίζονται, τα πιο δύσκολα σου φαίνονται πλέον παιχνίδι.
Έρωτας ήταν αυτό που ένιωσες τότε, ένας τσαμπουκάς έρωτας. Εισέβαλε στη ζωή σου και τα έκανε όλα ρημαδιό με το έτσι θέλω. Έτσι είναι οι μεγάλοι έρωτες εμφανίζονται απ’ το πουθενά, πάνω που είχες χάσει κάθε ελπίδα. Πάνω που θεωρούσες πως είσαι καλύτερα μόνος, πάνω που είχες περάσει πολλά κι είχες υψώσει τείχη.
Εκεί που φοβόσουν να μην πληγωθείς ξανά, όπως τότε, εμφανίστηκε ο έρωτας. Δυο μάτια, δυο κουβέντες και το είδες και το ένιωσες και μπήκες με τα μπούνια και δε σε ένοιαξε τι θα γίνει στο μετά. Εμπιστεύτηκες κάποιον ύστερα από πολύ καιρό, ίσως να ήταν κι ο μόνος που τον άφησες να μάθει.
Όλη ημέρα ήσουν με ένα κινητό στο χέρι, ανυπομονούσες για την ώρα που θα βρεθείτε οι δυο σας κι όταν έφτανε η ώρα για την καληνύχτα δεν ήθελες να φύγεις. Ένα φιλί ακόμη προσπαθούσες να κλέψεις λες και πάλευες για να παγώσεις τον χρόνο. Και μετά, αχ αυτό το μετά που μύριζες ολόκληρος εκείνο το άρωμα. Ήσουν τόσο ενθουσιασμένος που δεν μπορούσες να το πιστέψεις, ήθελες να μοιραστείς τη χαρά σου, για την ακρίβεια να τη φωνάξεις.
Οι μεγάλοι έρωτες όμως, έτσι όπως εμφανίζονται ξαφνικά, εξαφανίζονται ξαφνικότερα. Λες και το σύμπαν παίζει μαζί σου. Εκεί που όλα αποκτούν νόημα, εκεί που αναρωτιέσαι πώς γίνεται όλα να κυλούν ρολόι έρχεται το μεγάλο μπαμ! Κι εσύ για άλλη μια φορά βρίσκεσαι να κάνεις παρέα στον πυθμένα, μέσα στους τέσσερις τοίχους να προσπαθείς να μαζέψεις τα κομμάτια σου. Τα γιατί να σε κατακλύζουν, οι φίλοι να φωνάζουν για το καλό σου κι εσύ να προσπαθείς να κάνεις την ψυχή σου να μη βγάλει κιχ.
Εκείνοι οι έρωτες είναι μια μεγάλη ευλογία και παράλληλα μια ακόμη μεγαλύτερη κατάρα. Η ευλογία τους είναι πως όπως κι αν τελικά καταλήξουν πάντα θα έχεις να θυμάσαι στιγμές έντονου πάθους, χαμόγελα, αγκαλιές, φιλιά και γέλια. Η κατάρα τους είναι πως ποτέ δε θα μπορέσεις να τους ξεχάσεις. Μπορείς να ξεφύγεις από πολλά πράγματα, αλλά απ’ τον έρωτα δεν τα κατάφεραν ούτε οι ίδιοι οι θεοί να ξεφύγουν.
Δυο θνητοί που κάποτε έζησαν ένα μεγάλο έρωτα -είτε χώρια, είτε μαζί- αυτή είναι η τιμωρία τους. Γιατί ο πραγματικός έρωτας δεν ξεπερνιέται ποτέ, γιατί ποτέ δε θα χωρέσουν στον έρωτα τα «πρέπει». Τη λογική, τα χιλιόμετρα, τα χρόνια, ο έρωτας δεν τα ξέρει.
Η πάμφωτη θεά της νύχτας, η Σελήνη, κάποτε είδε ένα πανέμορφο αγόρι, τον Ενδυμίων. Τον ερωτεύτηκε κι από τότε δεν μπορούσε να σταματήσει να τον κοιτάζει, τα βράδια τον επισκεπτόταν στο σπήλαιο του. Εκείνος όμως ήταν θνητός κι αργά ή γρήγορα θα γερνούσε, έτσι η Σελήνη με την ανοχή του Δία τον έριξαν σε έναν αιώνιο ύπνο. Όπου δε θα έχανε την ομορφιά, τη νεότητα του κι η Σελήνη δε θα τον έχανε ποτέ απ’ τη ζωή της. Έτσι κι έκανε ενώ ο Ενδυμίων κοιμόταν εκείνη συνέχισε να πηγαίνει να τον βλέπει κάθε βράδυ…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη