Είναι κάτι τραγούδια που πετυχαίνω, που μιλούν για δυο πόλεις, γράφτηκαν πολλοί στίχοι για δαύτες, για τις δυο ομορφότερες πόλεις. Κι αν αυτές οι δυο πάντα είχαν μια κόντρα μεταξύ τους, καμιά τους δε νίκησε, γιατί είναι η μία πιο όμορφη από την άλλη.

Η πρωτεύουσα κι η συμπρωτεύουσα λοιπόν έχουν πολλές διαφορές. Οι Αθηναίοι λένε για τους Θεσσαλονικείς κι οι Θεσσαλονικείς για τους Αθηναίους. Και καλά κάνουν γιατί αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει. Αυτοί οι δυο, που λες, μέσα στις πολλές τους διαφορές είχαν ένα κοινό, που τον ονόμασαν έρωτα. Έτσι ο ένας αγάπησε την πόλη του άλλου κι ακόμη και τώρα όταν ακούει γι’ αυτήν, οι αναμνήσεις ξαφνικά παίρνουν ζωή και περνούν μπροστά απ’ τα μάτια τους.

Είχαν όμως κι έναν εχθρό που τους βασάνιζε και τους χτύπαγε και τους δυο παράλληλα στα μηνίγγια. Αυτόν τον ονόμασαν απόσταση, ο ένας ήταν στην Καμάρα κι ο άλλος στο Πολυτεχνείο, πιο συγκεκριμένα; Πεντακόσια χιλιόμετρα δρόμος, τόσα χιλιόμετρα για μία μόνο κυρία που λέει και το τραγούδι. Μία κυρία που σε αγάπησε πολύ, αυτά λοιπόν ήταν η αιτία για να ζουν δυο σώματα χωριστά. Οι δυνατοί δεν κώλωσαν και το προσπάθησαν και το πάλεψαν.

Ήσουν εσύ, που τα Σαββατοκύριακα έπαιρνες το ρημάδι το ΚΤΕΛ, φόραγες τα ακουστικά και κοιτούσες υπομονετικά απ’ το παράθυρο μπας και περάσει η γαμημένη η ώρα. Μα όταν έφτανες και κοίταζες στα μάτια εκείνον τον άνθρωπο, ξεχνούσες την κούρασή σου. Δε σε κούραζε η αϋπνία, τα λεωφορεία που άλλαζες, τα αεροπλάνα που έτρεχες να προλάβεις κι οι χειραποσκευές.

Οι βενζίνες, ή τότε που ήσουν επάνω σε ένα τιμόνι κολλημένος με τις ώρες και τα λεφτά που έβαζες στην μπάντα. Δεν τα σκεφτόσουν εσύ όλα αυτά, η αναμονή σε κούραζε, η πουτάνα η αναμονή για το επόμενο ξανά. Χαλάλι λοιπόν στους έρωτες, ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κι ας πόνεσαν πολύ κι ας κόστισαν πολλά, κατάφεραν να μείνουν ανεξίτηλοι. Ήταν σαν να ενώθηκαν δυο μαγικές δυνάμεις και δυο ψυχές πάλευαν να το ζήσουν.

Θυμάσαι καθόλου; Μάθαινες συνέχεια καινούργια πράγματα, καινούργιες λέξεις, μαγευόσουν απ’ τις γεύσεις και τα φαγητά της. Οι βόλτες στα Κάστρα, τα ραντεβού στην Καμάρα κι οι νύχτες με ένα κουτάκι μπίρας στο χέρι κάτω απ’ τον Λευκό να παίρνεις τα φιλιά της. Οι βόλτες χέρι-χέρι στη Λεωφόρο Νίκης, δίπλα στον Θερμαϊκό. Γυρνούσες με τσουρέκια και τρίγωνα. Ή τα άλλα; Εκείνες τις βόλτες στην Πλάκα, στο Μοναστηράκι και τα Αναφιώτικα. Το βράδυ στο Λυκαβηττό και τη θέα της Ακρόπολης.

Η ιστορία όμως δε θυμάται μόνο τους δυνατούς και ναι, υπήρξαν και κάποιοι άλλοι δειλοί. Υπήρξαν κάποιοι που δεν πολέμησαν τον εχθρό με το όνομα απόσταση. Υπήρχε ένας που ήθελε πολύ κι ένας άλλος που δεν καιγόταν.
Ήθελαν πολύ να ζήσουν όλα τα παραπάνω και τα έζησαν κι ίσως να ήταν και πιο παραμυθένια μιας κι έμειναν μόνο στις σκέψεις του μυαλού.

Ο καιρός πέρασε και τα τρένα για Αθήνα-Θεσσαλονίκη χάθηκαν. Μα η μορφή εκείνου του ανθρώπου στο Βορρά δε λέει να φύγει απ’ το μυαλό σου. Πού πήγαν τόσα τρένα; Μάλλον μεταμορφώθηκαν σε λάθη, σε τσακωμούς και χωρισμούς. Σε κατεβατά μηνύματα, τηλέφωνα τα ξημερώματα, σε ζήλιες και φωνές.

Μακάρι να γινόντουσαν όλα όπως παλιά κι όπως λέει και το τραγούδι αν γυρνούσε θα έβαζες στα λάθη φωτιά.

Τώρα, τι γίνεται τώρα; Σ’αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα φωνάζεις και πίνεις και καπνίζεις πολύ. Αν ο δρόμος σου βγάλει κάποια νύχτα στη Θεσσαλονίκη, μη διστάσεις να χτυπήσεις ξανά την πόρτα μου, σκέφτεσαι. Κι εσύ που είσαι στην Αθήνα και τρέχεις όλη μέρα και χάνεσαι στο χάος της βαβούρας ελπίζεις κάπου να δεις εκείνον τον άνθρωπο.

Νομίζεις ότι τον βλέπεις συνέχεια μπροστά σου, αλλά αυτό δε γίνεται, γιατί εκείνος είναι μακριά. Θέλεις να βγεις στο μπαλκόνι και να ουρλιάξεις πως τον θες, αλλά και πάλι τα χιλιόμετρα είναι πολλά, δε θα σε ακούσει.

Βρήκες άραγε το μαχαίρι που στα δυο σας χώρισε; Δεν μπορεί να το έσβησε έτσι απλά ο Βαρδάρης. Σου λείπει εκείνο το βλέμμα, εκείνη η αγκαλιά, εκείνες οι κουβέντες τα ξημερώματα. Σου λείπει εκείνο το παράξενο παιδί του Βορρά, άραγε θα έχει κι απόψε μια δικαιολογία; Εσύ το ξέρεις πως με ένα τηλέφωνο του θα έτρεχες πάλι εκεί.

Προσπαθείς να χρωματίσεις τη ζωή σου μακριά του, αλλά όλα είναι ανιαρά και τίποτα δεν μπορεί να σου θυμίσει εκείνο τον άνθρωπο. Νιώθεις μοναξιά μέσα σε πλήθος ανθρώπων.

Σταμάτα να ψάχνεις το γιατί έγιναν όλα αυτά, γιατί έμπλεξες έτσι, γιατί καταλήξατε έτσι, δε θα το βρεις ποτέ.

Ίσως να είναι η μοίρα που σας ήθελε χωριστά, ίσως να είναι όπως λέει κι άλλο ένα τραγούδι πως οι Θεοί στον Όλυμπο τ’ αποφασίσανε. Και τώρα μόνη ξυπνά και κοιμάται η ημέρα όπως κι εσείς…

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη