Σήμερα θα σου πω για εκείνους που σου κάνουν εντύπωση, για εκείνους που είναι συνεχώς με ένα πλατύ χαμόγελο που γεμίζει την αιωνιότητα. Αναρωτιέσαι πώς γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι μέσα στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε που να μην το βάζουν κάτω και να αντιμετωπίζουν τα πάντα με ένα χαμόγελο.
Έχουν ένα μεγάλο μυστικό κι αυτό είναι η απομόνωση. Έχουν περάσει πολλά κι ας μην τους φαίνεται, τα μάτια τους είναι τόσο λαμπερά απ΄τα δάκρυα που κάποτε έσταζαν. Δεν τους αρέσει να τους θεωρούν ευάλωτους, έτσι κρύβονται.
Να ξέρεις πως δίνουν τις καλύτερες συμβουλές και δεν είναι τυχαίο που όλοι τους θεωρούν δυνατούς. Είναι δυνατοί, γιατί περνάνε ή πέρασαν κάτι μεγάλο χωρίς εσύ να πάρεις είδηση. Ξέρουν πως ο μόνος που μπορεί να τους σώσει είναι ο ίδιος τους ο εαυτός. Δε θέλουν να φορτώνουν τους άλλους με όλα εκείνα που τους διακατέχουν. Έτσι φοράνε μάσκες, όχι εκείνες της υποκρισίας και του ψέματος. Την ημέρα φοράνε εκείνη με το χαμόγελο και τη νύχτα όταν μένουν μόνοι τη βγάζουν.
Οι άνθρωποι που την ημέρα χαμογελάνε, λοιπόν, δεν μπορείς να φανταστείς τι περνάνε κάθε βράδυ. Μεγάλο πράγμα η νύχτα, δύσκολο και βαρύ. Τη νύχτα δε θα συναντήσεις τους ίδιους ανθρώπους που συναντάς την ημέρα. Θα βρεις ανθρώπους να φωνάζουν, να κλαίνε, να σπάνε ό,τι βρουν μπροστά τους. Θα βρίζουν και θα καταριούνται, θα χτυπάνε αλύπητα τον ίδιο τους τον εαυτό.
Θα τους δεις μέσα σε μπαρ και θα τους ξεχωρίσεις απ’ το βλέμμα. Θα είναι το πιο καθαρό βλέμμα που θα έχεις δει ποτέ σου, θα σε τρομάξει τόσο η αλήθεια τους που θα φύγεις τρέχοντας πριν εκείνοι ξεστομίσουν λέξη. Θα τους βρεις σε ένα παγκάκι, μπροστά στη θάλασσα, τα μεσάνυχτα. Είναι εκείνοι που το σπίτι τους, έχει φως στις τέσσερις το χάραμα κι όχι δεν το έχουν αφήσει ανοιχτό για τους κλέφτες. Απ’ τα μύχια της ψυχής τους, ωρύονται για τους κλέφτες συναισθημάτων που οι ίδιοι κάποτε γνώρισαν κι αγάπησαν περισσότερο απ’ την ίδια τους τη ζωή. Τα μηνίγγια τους χτυπάνε και το κεφάλι κάνει σενάρια τρελά.
Καπνίζουν σαν φουγάρα, γιατί ψάχνουν μέσα στον καπνό τη χαμένη τους ψυχή. Πίνουν για τα βράδια που έμειναν μόνοι, για τα βράδια που ακόμη είναι μόνοι. Δεν τους γεμίζει ο κόσμος, για αυτούς ο κόσμος είναι βαβούρα κι όχι συντροφιά. Σιχαίνονται το γενικό, λατρεύουν το συγκεκριμένο κι ίσως γι’ αυτό νιώθουν τη μοναξιά να τους σπάει στο ξύλο, όταν περιτριγυρίζονται από δαύτους.
Ανοίγουν μπουκάλια με τις παρέες, προσπαθώντας να φέρουν στο μυαλό τους, τα μεθυσμένα εκείνα βράδια που κάποτε τους στιγμάτισαν. Πνίγουν τη ζωή τους στο παραμύθι, για τα τηλέφωνα που δε χτύπησαν τα άγρια ξημερώματα. Για τις φωνές που είχαν τόσο ανάγκη να ακούσουν, όσο το πρωινό τους τσιγάρο.
Τη νύχτα οι άνθρωποι γίνονται πιο αληθινοί, τόσο που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Η δύση του ήλιου, ξυπνάει μέσα τους αυτόματα τη μελαγχολία κι οι δαίμονές τους παίρνουν ζωή. Γι’ αυτούς η ανατολή είναι η λύτρωση, είναι το τέλος. Το τέλος άλλης μιας νύχτας, που κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους. Το πρώτο φως της ημέρας παίρνει μαζί του τη μάχη, τον αγώνα κι ο πόλεμος παύει κι η αυλαία πέφτει.
Με τους διαμονές του εγκεφάλου να έχουν μετατραπεί σε ανθρώπους που περπατάνε δίπλα τους. Με άτομα που τρέχουν, αγχώνονται, μιλάνε στο κινητό, κουτσομπολεύουν, που ρωτάνε πολλά και λένε περισσότερα από όσα θα έπρεπε χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα.
Κάθε νύχτα, για αυτούς που αναρωτιέσαι πώς γίνεται να είναι συνέχεια με ένα χαμόγελο, είναι μια παράσταση. Με κοινό τις αναμνήσεις, τα θέλω, το πείσμα, την ανυπομονησία και τα τρελά παιχνίδια του μυαλού.
Δεν ήξεραν πού αλλού μπορούσαν να κρυφτούν κι έτσι επέλεξαν τη νύχτα και την αγάπησαν και τους αγάπησε κι αυτή. Έτσι όταν θα πάρει το μάτι σου έναν τέτοιο άνθρωπο, μην ξεχάσεις να τον παρατηρήσεις καλά, είναι περισσότερο ενδιαφέρων από όσο νομίζεις.
Πήγαινε για ύπνο, ξημέρωσε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη