Η ώρα 5:06 και το τηλέφωνο μόλις έκλεισε. Θέμα συζήτησης; Εσύ! Και σήμερα τα κατάφερες και με έκανες να μιλήσω για εσένα.

Είχα καιρό να μιλήσω για εσένα, βλέπεις δεν είχα τι να πω. Σταμάτησα ν’ αναπολώ τις παλιές καλές στιγμές μας, άλλωστε ήταν τόσο λίγες. Ποια το λέει αυτό ε; Ναι, δε σε γελούν τα μάτια σου, εγώ τα λέω.

Εγώ που φώναζα να μείνεις την ώρα που αποχωρούσες θεαματικά, εγώ που μάζευα τα απομεινάρια μας ένα-ένα και σε παρακάλαγα να το ξανασκεφτείς. Δε βαριέσαι, όλοι έχουμε κάνει λάθη και μιας και πάντα ήμουν των άκρων, είχα την τύχη να κάνω μεγάλα σφάλματα στο πλευρό σου. Επειδή όμως δεν περίμενα ο λογαριασμός να είναι τόσο μεγάλος, άκου να μαθαίνεις.

Ήταν πολλά τα βράδια που σε περίμενα, πολλά τα δάκρυα που ξόδεψα, πολλά τα ποτά που ήπια. Μα βαρέθηκα, με κούρασε ρε παιδί μου, πώς το λένε; Και το μυαλό άρχισε να μου παίζει περίεργα παιχνίδια κι άνοιξα τα συρτάρια. Άρχισα να ψάχνω, να βλέπω παλιές μας φωτογραφίες και μετά άρχισα να κοιτάω αυτές που ανεβάζεις τώρα με τη δήθεν, ευτυχισμένη ζωή που κάνεις.

Και ξέρεις τι κατάλαβα; Ότι παραμένεις το ίδιο μίζερος και δυστυχής. Συγχώρα με για την ειλικρίνεια μου, αλλά πάντα ήξερες πως δεν μπορούσα να μη λέω αυτό που σκέφτομαι. Θες και το χειρότερο; Το χειρότερο φίλε μου, ή μάλλον όχι, εγώ ευτυχώς δεν έχω τέτοιους φίλους. Που λες, το χειρότερο άνθρωπε της κάποτε ζωής μου, ήταν η συνειδητοποίηση.

Όταν κατάλαβα πως βλέπω τη φωτογραφία μου με κάποιον άγνωστο. Μη βιαστείς να με πεις σκληρή, θα στο εξηγήσω και ξέρω πως βαθιά μέσα σου θα συμφωνήσεις μαζί μου. Δε σε ξέρω, δεν ξέρω καν πώς πίνεις τον καφέ που κάποτε σου έφτιαχνα εγώ. Δεν ξέρω ποιοι είναι πλέον οι φίλοι σου, δεν ξέρω τα καινούρια σου ενδιαφέροντα. Δε γνωρίζω πού μένεις πια, δε γνωρίζω τι θες πλέον απ’ τη ζωή σου.

Εσύ δεν έχεις καμία σχέση με το παιδί, που εγώ κάποτε γνώρισα κι αγάπησα. Απέχεις παρασάγγας απ’ το τρυφερό, γλυκό και πονόψυχο εκείνο πλάσμα.

Κι επειδή ξέρω πως θα βιαστείς γι’ άλλη μια φορά, να μου πεις πως παραμένεις ο ίδιος, αλλά όχι πλέον μαζί μου, μάθε κι αυτό. Δεν ξέρεις, καλό μου, πως ο κόσμος είναι μικρός, λες να μη μάθαινα τα αμαρτωλά κατορθώματά σου; Πίστευες πως θα θαμπωνόμουν απ’ την τάχα μου ευτυχισμένη, ερωτική σου ζωή; Ας γελάσω!

Όπως λοιπόν καταλαβαίνεις, εμείς οι δυο δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από δυο άγνωστοι με κοινές αναμνήσεις. Αν κι εγώ τη φοβήθηκα τη μνήμη και την έπνιξα, οπότε δε μας συνδέει ούτε αυτό.

Μου έκανες το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσες. Όσοι μ’ αγαπούν, λοιπόν, με θέλουν μακριά σου γιατί σε αντίθεση με εσένα εκείνοι έχουν μάθει να δείχνουν την αγάπη τους. Έτσι δεν μπορώ να τους χαλάσω χατήρι, ξέρεις τι αδυναμία έχω στους φίλους και στην οικογένειά μου.

Η ζωή μου είναι ένα τραπέζι, με πολλά φαγητά, με μουσικές παράξενες και πολλά γέλια. Γύρω απ’ αυτό το τραπέζι, κάθομαι εγώ κι όλοι εκείνοι που με αγαπάνε. Αν εσύ θα έρθεις, δε θα σηκωθεί κανείς τους για να κάτσεις, δε θα κάνουν καν τον κόπο να σου φέρουν καρέκλα. Γιατί ξέρουν πόσα πέρασα δίπλα σου κι εγώ πλέον ξέρω πώς είναι να με φροντίζει κάποιος.

Να με προσέχει σαν τα μάτια του, να ξυπνάω και να κοιμάμαι μ’ ένα χαμόγελο στην αγκαλιά του. Να με θαυμάζει, να μ’ εμψυχώνει, να με χαζεύει όταν με παίρνει ο ύπνος. Ν’ αντέχει το δυνατό μου γέλιο και την γκρίνια μου.

Τώρα λοιπόν, ελπίζω να κατάλαβες πόσο άγνωστοι είμαστε πια εμείς οι δυο κι η επιλογή αυτή ήταν δική σου. Ελπίζω να κατάλαβες ότι δε θέλω να ξαναδείς τι κάνω, θέλω να ξεχάσεις μέχρι και το όνομά μου. Γίνεται, εγώ τα κατάφερα.

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου