Πάντα μου φώναζες να κοιμάμαι νωρίς. Με έπαιρνες αγκαλιά και μου χάϊδευες την πλάτη, τα μαλλιά, όταν ήσουν εκεί. Όταν έλειπες, προσπαθούσες απ’ το τηλέφωνο να μου εξηγήσεις πως πρέπει να κοιμάμαι περισσότερο, πως πρέπει να σταματήσω να χάνω την ημέρα. Ποτέ δεν τα κατάφερνες, κάθε βράδυ σε παρέσερνα μαζί μου.
Ήθελα να βλέπουμε μαζί το χάραμα και μετά ας κοιμόμασταν. Ας κοιμόμασταν την ώρα που οι άλλοι ξύπναγαν κι έτρεχαν. Την ώρα που η Γη φωτιζόταν απ’ τον ήλιο, εγώ ήθελα να κρυφτώ στο σκοτάδι μαζί σου.
Τελικά κρύφτηκες εσύ μία και καλή, κρύφτηκες από εμένα. Από τις στιγμές, από τα συναισθήματα, από τις υποσχέσεις, από την ρουφιάνα τη μνήμη, κατάφερες όμως ποτέ πραγματικά να ξεφύγεις;
Τα βράδια είναι πια σιωπηλά, οι τοίχοι δεν είναι καλή παρέα κι εγώ για να τους εκδικηθώ τους κιτρινίζω με τον καπνό απ’ τα τσιγάρα μου. Είχες δίκιο, οι φίλοι μου σε βρίζουν τώρα πια, κι εμένα μου φωνάζουν. Μου λένε να πάω παρακάτω, να καταλάβω, όπως μου έλεγες κι εσύ, πως δε σου αξίζω.
Τις νύχτες όμως εσύ δε μ’ αφήνεις σε ησυχία, παίρνεις ζωή μπροστά μου κι εγώ παλεύω με τον εαυτό μου, με τις φωνές μας και με τα λόγια που κάποτε μου έλεγες.
Η μνήμη, εκείνη η πλανεύτρα φταίει που οι άνθρωποι δεν κοιμούνται τα βράδια κι ούτε κι εγώ μπορώ να της ξεφύγω. Τα λόγια, τα μεγάλα εκείνα λόγια, που όλοι ωρύονται πως, αργά η γρήγορα, αποδεικνύονται ψεύτικα. Γιατί όλοι τα έχουν ανάγκη, γιατί όλοι τα πιστεύουν; Είναι άραγε στη φύση του ανθρώπου να υποφέρει τόσο πολύ απ’ τον έρωτα;
Είναι απάνθρωπος εκείνος ο πόνος, δεν το χωράει ο νους πόσο εύκολα ορκίστηκες, έταξες κι έφυγες. Πού είσαι τώρα πια τα βράδια μας, πού χαρίζεις τα ψέματά σου; Δεν ήταν ψέματα όλα εκείνα, αλήθεια;
Πού ήσουν λοιπόν τα βράδια που σε ζητούσε η ψυχή μου μ’ όλη της τη δύναμη; Τα βράδια που έβλεπα τον πάτο από χαμηλά, την ώρα που το κρεβάτι ήταν άδειο. Τις στιγμές που όλο μου το σώμα σπάραζε για μία αγκαλιά σου κι έπνιγα τα δάκρυά μου πίσω από ψεύτικα χαμόγελα. Τα ξημερώματα που σε έψαχνα μέσα στο αλκοόλ και διάβαζα τα πολύ υποσχόμενα κατεβατά σου μηνύματα. Κι αναρωτιόμουν, τι απέγινε εκείνος που εγώ γνώρισα.
Εγώ έμεινα εδώ, όπως έλεγες είμαι δυνατή, έτσι πλέον με σταυρωμένα τα χέρια γελάω με τα χάλια σου. Σε κοιτάω, μα δε σε βλέπω πια. Εσύ δεν έχεις καμία σχέση με εκείνον τον άνθρωπο, εσύ έγινες ένα έρμαιο. Έγινες όλα εκείνα που κοροϊδεύαμε και γελάγαμε παρέα. Για εκεί είσαι, για τις τριτοδεύτερες εκείνες επιλογές σου.
Εκεί να μείνεις λοιπόν, γιατί εγώ βαρέθηκα να σκέφτομαι πού είσαι τα βράδια που σε ζητάω. Να σκέφτομαι αν είσαι καλά, αν τρως, αν φοράς ζώνη την ώρα που οδηγείς, αν καπνίζεις πολύ, αν ντύνεσαι καλά.
Εκεί να μείνεις, να με κοιτάς από μακριά στα κρυφά. Όσο για τα βράδια μας, δικός μου ο λογαριασμός. Πάρε τα ρέστα και φύγε, γιατί εσύ νομίζεις πως ζούνε τώρα πια μοναχά στη λήθη του μυαλού σου. Αν αυτό θέλεις να πιστεύεις, με αυτό μείνε. Εξάλλου την αλήθεια, στα ψέματά τους δεν στην είπα ποτέ…
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου