Μου έβγαζες τον κακό μου εαυτό. Φώναζες κι εγώ εθελοτυφλούσα. Πολεμούσα κάθε μέρα με τους δαίμονες μου για να σε κρατήσω κοντά μου. Μα δυσκολευόμουν. Πέρασε καιρός και το μαύρο σύννεφο έφυγε. Και απ’ την καρδιά και απ’ τα μάτια μου. Τι και αν σε ζητάω τα ξημερώματα; Τι κι αν νομίζω ότι όποιος βλέπω είσαι εσύ; Τι κι αν τάχα μου παινεύομαι πως πια είμαι στα καλύτερα μου; Καλά έκανες, μάτια μου, κι έφυγες τότε. Ναι, εγώ είμαι εκείνη που το λέει αυτό.
Άνθρωποι περνούν καλά, φωνάζουν, τραγουδούν, κλαίνε, πονάνε. Θα μπορούσε κανείς, να τους παρομοιάσει, μ’ ένα ποτήρι που μέσα έχει αλκοόλ. Στις χαρές χαμογελαστοί πίνουν και χορεύουν. Στις λύπες σιωπηλά και μελαγχολικά πίνουν για να ξεχάσουν. Τι μένει; Γυαλί. Μια γυάλινη ψυχή, αυτό έχουν μέσα τους. Το χείριστο μ’ αυτό το υπέροχο υλικό είναι πως όσο κι αν το προσέχεις σπάει πολύ εύκολα. Το μέσα μας είναι γυαλί που το εμπιστευόμαστε σε ξένα χέρια. Θα είναι άραγε προσεκτικοί αυτοί που θα έρθουν; Θα το εκτιμήσουν; Θα το κατανοήσουν ή μήπως βολεύει περισσότερο να υπεκφεύγουμε σε αναίμακτες καταστάσεις χωρίς κανένα ρίσκο; Σ’ εκείνες, λέω, της μιας βραδιάς.
Το ένα ψέμα φέρνει τ’ άλλο, λένε. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα λάθη. Μ’ ένα μαγικό τρόπο ένα λάθος αρκεί για να φέρει ένα τεράστιο μπούμερανγκ. Λάθη, λάθη, λάθη. Να τ’ αγαπάς τα λάθη σου. Ξέρω, όταν τα σκέφτεσαι σε πονάνε. Μα σ’ εκείνα χρωστάς ό,τι σωστό γνωρίζεις τώρα. Εκείνα μόνο μπορούν να σε κάνουν να δεις καθαρά. Να μετανιώσεις, να τρέξεις μπροστά μα και πίσω.
Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με τους λάθος ανθρώπους. Εκείνοι είναι σαν μια ευθεία γραμμή. Δεν έχουν καμία αρχή και συνάμα κανένα τέλος. Χαμαιλέοντες που παίρνουν πάμπολλες μορφές, τους αρέσει να μεταμφιέζονται σε φίλους μα η αγαπημένη τους στολή είναι εκείνη του «ανθρώπου» σου. Ναι, στο λάθος σημείο και τη λάθος στιγμή.
Άνθρωποι που ποτέ δεν πίστεψαν σε σένα, που ξέχασαν να σου πουν πόσο όμορφος άνθρωπος ήσουν τότε. Που δε σε φίλησαν σε εκείνο το κόκκινο φανάρι, που από έναν ηλίθιο εγωισμό δεν σου είπαν τότε «χρόνια πολλά». Που σε πλήγωσαν με τα λόγια τους, που δεν κατάλαβαν ποτέ τι είναι σημαντικό για σένα και τι όχι. «Δεν τους τα έμαθαν σωστά, τους διακατέχουν συμπλέγματα κατωτερότητας, έχουν περάσει πολλά κι έχουν πονέσει πολύ» θα έλεγε κάποιος τρίτος που θα ήθελε να τους δικαιολογήσει. Και τι με αυτό; Ξέρεις πόσα κουβαλάμε εμείς οι υπόλοιποι και πόσα είναι κείνα που κρύβουμε πίσω από ένα χαμόγελο; Στα κομμάτια να πάνε! Εμείς μάθαμε, εκείνοι γιατί ακόμη όχι ;
Θα σου πουν πως δεν μπορείς, θα σου κόψουν τα φτερά καθώς και κάθε ενθουσιασμό. Ξέρεις δε θέλουν να σε δουν να το κάνεις εκείνο το δύσκολο. Είναι αυτοί που θα ουρλιάξουν πως τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζεις. Το νου σου, όμως, τα πράγματα είναι ακριβώς όπως τα αντιλήφθηκες. Ζηλεύουν ακραία καθώς ενδόμυχα φοβούνται μη τους κάνεις αυτά που εκείνοι κάνουν σ’ εσένα. Αρνητική σκέψη είναι που βαφτίστηκε σε δήθεν ρεαλισμό. Παράπονα, γκρίνιες και κριτική σε όλους.
Όταν περιβάλλεσαι από τέτοια λάθος άτομα, μην περιμένεις να συμβούν σωστά πράγματα στη ζωή σου. Είναι σαν την ανεμοβλογιά που δεν έχεις περάσει αυτοί οι άνθρωποι. Σε κολλάνε μ’ όλες τις έννοιες. Σήκωσε τα τείχη και συνέχισε όπως εσύ είχες μάθει τόσο καιρό που περπατούσες μόνος. Εσύ βρίσκεσαι ήδη στο δρόμο για εκεί που θες να φτάσεις. Αυτοί δεν έχουν ξεκινήσει καν.
Γιατί άραγε ενώνονται άνθρωποι που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να είναι μαζί; Γιατί επιτρέπεται αυτοί που αγαπιούνται περισσότερο απ’ όλους να αλληλοπληγώνονται; Γιατί ο ένας να νιώθει πάντα περισσότερα και γιατί ο άλλος να βουλιάζει στον εγωισμό του; Όταν οι λάθος άνθρωποι, οι άνθρωποι που λανθασμένα βρέθηκαν μαζί, απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον, τότε τα σωστά πράγματα θ’ αρχίσουν να συμβαίνουν. ‘Ισως αυτή, εν μέρει, να είναι και η τιμωρία τους.
Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Καλλιοντζή: Ελευθερία Παπασάββα.