Ας μιλήσουμε για τον έρωτα. Του άλλου, αυτήν τη φορά. Αυτού του άλλου που λιώνει στα σκαλοπάτια μας κι εμείς δε λέμε να τον βάλουμε μέσα στο σπίτι, να μας αγκαλιάσει, να μας ψιθυρίσει την πιο αληθινή του καληνύχτα και να ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα. Όχι, εμείς έχουμε ν’ ασχοληθούμε μ’ άλλους έρωτες, πιο σημαντικούς, με λίγο παραπάνω σασπένς. Του στρώνουμε, όμως, ένα χαλάκι εκεί στα σκαλοπάτια, να ξεγελιέται, μην τυχόν και καταλάβει ότι δεν είναι ζωή αυτή και μας παρατήσει.
Δεν θέλουμε να μας παρατήσει, φυσικά. Γνωρίζουμε πολύ καλά, από προηγούμενες εμπειρίες, ότι οι έρωτες με το σασπένς τελειώνουν, πληγώνουν κι εκμηδενίζουν. Πληγώνουν καρδιές κι εκμηδενίζουν την αυτοπεποίθηση. Εκεί, ακριβώς, είναι που έρχεται το χαλάκι μας. Να μας αγκαλιάσει και να μας πει ότι αξίζουμε κάτι καλύτερο. Αυτό που ‘χει εκείνος να μας δώσει.
Κι εμείς τη δεχόμαστε την αγκαλιά του, γιατί είναι παρήγορη και θεραπευτική. Κλαίμε λίγο στον ώμο του, τον κοιτάμε με τα δακρυσμένα μας μάτια κι αναρωτιόμαστε τι πήγε άραγε στραβά μ’ εμάς τους δύο και δε ζούμε το παραμύθι μας. Ενίοτε μπορεί να κάνουμε και μια προσπάθεια ν’ αντιμετωπίσουμε τα πράγματα λίγο πιο σοβαρά. Ν’ ανοίξουμε και τη δικιά μας αγκαλιά και να του δώσουμε μια ευκαιρία.
Εδώ, μη βιαστείς να χαμογελάσεις και να σε κατακλύσουν τίποτα ρομαντικά συναισθήματα, δεν παρακολουθείς ταινία. Αυτό το στάδιο διαρκεί πολύ λίγο. Μέχρι να ξαναχτυπήσει την πόρτα μας ο έρωτας με το σασπένς, να γεμίσει με φανφάρες το ερωτευμένο κεφάλι μας και να εξαφανιστούμε μαζί του σ’ άλλη γη κι άλλα μέρη. Ούτως ή άλλως, μωρέ, το χαλάκι μας δε μας παρεξηγεί, μας αγαπάει, μας καταλαβαίνει, θα ‘ναι εδώ και θα μας περιμένει.
Για κοίτα να δεις, όμως, που γυρνάμε μια μέρα σπίτι και στα σκαλιά δεν περιμένει κανείς. Τελικά, δεν μας περίμενε. Τελικά, βαρέθηκε, προχώρησε και πίνει μπίρες με καινούριο έρωτα, απ’ αυτούς με το σασπένς. Εντάξει, δε θα τα βάψουμε και μαύρα, αλλά σαν να τσίμπησε λίγο κάτι μέσα μας. Δε βαριέσαι, θα το ξεπεράσουμε.
Και το ξεπερνάμε. Μ’ έρωτες παροδικούς ή και μόνιμους, με σασπένς ή χλιαρούς. Κάθε φορά όμως που μένουμε μόνοι και πληγωμένοι, που γυαλίζουν τα μάτια μας απ’ το κλάμα και θέλουμε να χωθούμε σε μια αγκαλιά, το μυαλό μας γυρνάει εκεί. Και τελικά, αυτό το εκεί δεν ήταν τόσο μέτριο όσο νομίζαμε. Και τι καταλάβαμε, μωρέ, που τρέξαμε πίσω από τόσους μεγάλους έρωτες; Σιγά τους έρωτες, εν τέλει. Μάλλον, κάτι δε ζυγίσαμε σωστά.
Οι άνθρωποι δεν είναι χαλάκια, ούτε μπαίνουν στην αναμονή. Ειδικά οι άνθρωποι με συναισθήματα. Εκεί τη χάσαμε την μπάλα. Λόγια, παραμύθια κι υποσχέσεις ακούμε από παντού. Το παιχνίδι παίζεται στο να μπορείς να ξεχωρίσεις τ’ αληθινά. Δεν είναι δύσκολο, αρκεί να μην εθελοτυφλείς. Να μην εθελοτυφλείς κι όταν τα βρεις να τα εκτιμήσεις.
Κανένας δε σ’ υποχρεώνει ν’ ανταποδώσεις το συναίσθημα. Ούτως ή άλλως στον έρωτα τίποτα δεν είναι τόσο-όσο. Πάντα ο ένας αγαπάει πιο πολύ, κυνηγάει με περισσότερο ζήλο και στο τέλος κάποιος φεύγει και κάποιος μένει. Απλώς αν δεν το νιώθεις, μην υποβάλλεις το wanna be έτερον ήμισυ σ’ αυτήν τη διαδικασία. Ειδικά, αν είναι το καλό παιδί ή το καλό κορίτσι. Μπορεί να χάσεις το συναισθηματικό σου καβατζάκι, αλλά το πιο πιθανό είναι να κερδίσεις έναν άνθρωπο. Γιατί η ειλικρίνεια πονάει στην αρχή, αλλά στο τέλος πάντα εκτιμάται.
Κάποτε, τα ερωτευμένα, σωστά παιδιά τα κυνηγούσαμε κι όταν τα πιάναμε, τρέμαμε κάθε μέρα μη μας φύγουν και τελειώσει το παραμύθι. Δεν τα καίγαμε στο πυρ το εξώτερον, ούτε τα θεωρούσαμε μέτρια επειδή μας αγαπούσαν. Ναι, υπήρχαν και τέτοιες εποχές.
Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνας Νικοπούλου: Ιωάννα Κακούρη