Εδώ δε θα διαβάσεις για το πόσο ψεύτικες έχουν γίνει οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων μετά την επέλαση των social media. Δε θα διαβάσεις ούτε για την ουσιαστική επαφή που ‘χει χαθεί μ’ αυτό το μισητό, το πολυσυζητημένο, το καταραμένο facebook. Να ‘σαι επίσης σίγουρος ότι δε θα υπάρξει ούτε μισή σειρά που ν’ αναφέρεται στην τάση της νέας γενιάς να κρύβεται πίσω από μια οθόνη για να επικοινωνήσει.
Ας αποδώσουμε επιτέλους ένα φόρο τιμής στο Mark Zuckerberg, αν όχι για όλα τα πολύπλοκα που ‘κανε τώρα τελευταία με τα likes, τουλάχιστον για τις άπειρες ώρες γέλιου, συγκίνησης, ψυχολογικών αναλύσεων που μας έχει χαρίσει απλόχερα, με τους κολλητούς μας στο chat.
Ν’ αφήσουμε ηθελημένα απ’ έξω όλα όσα έχουν να κάνουν μ’ έρωτες, αγάπες, λουλούδια κι αναφορές τύπου «μόλις είδα το πρόσωπο χέρι-χέρι μ’ άλλο πρόσωπο, Κομνηνών με Μητροπόλεως γωνία, και στ’ αναφέρω με πόνο ψυχής και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι μπορεί και να πάθεις νευρικό κλονισμό». Ενίοτε μπορεί να στείλουμε φωτογραφίες, βίντεο και πάσης φύσεως αποδεικτικά στοιχεία. Αλλά δεν είναι εδώ το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι σε κάποια απ’ αυτά τα 50000 μηνύματα που ‘χεις στείλει με τον κολλητό σου και του λένε άμεσα ή έμμεσα πόσο σου ‘λειψε από τότε που ‘φυγε σε μια άλλη πόλη. Σ’ εκείνα που του γράφεις για το πόσο καλά τα πας πλέον με τις σπουδές σου, που τόσο σε ζόριζαν. Πόσο δε νοσταλγείς την εμμονή του με την καθαριότητα, που πάντα σε νευρίαζε, αλλά και πόσο θα ‘θελες να πίνατε κρασάκι στο γνωστό μέρος, όπως παλιά.
Κάθεσαι με το λάπτοπ στα πόδια και διαβάζεις τα νέα της καινούργιας του δουλειάς. Πώς πιέστηκε για να τα βγάλει πέρα στην αρχή και πώς επιτέλους βρήκε τη ρότα του κι είναι καλά. Χαίρεσαι πίσω απ’ την οθόνη σου κι είναι σαν να τον βλέπεις μπροστά σου να εκνευρίζεται με τη σπιτονοικοκυρά, που τον πήρε έκτη φορά στις δύο του μηνός για το καθυστερημένο ενοίκιο.
Δεν είναι μόνο αυτά. Είναι κι εκείνα τ’ άλλα, όταν ήταν ακόμη στο διπλανό διαμέρισμα, αλλά βαριόσουν αφόρητα να χτυπήσεις την πόρτα για να ρωτήσεις αν θα πάτε για καφέ και το ‘στελνες στο chat. Σου απαντούσε ότι βαριόταν και σε προέτρεπε να σηκωθείς, επιτέλους, απ’ αυτόν τον καναπέ που ‘χει γίνει δεύτερο δέρμα σου και να πας δίπλα ν’ αράξετε.
Εντάξει, είναι κι εκείνη η φορά που είχατε σκοτωθεί και δεν είχατε ανταλλάξει κουβέντα δύο ολόκληρους μήνες. Έτσι απλά όμως, μια μέρα που ‘βγαινες μ’ άλλη παρέα για ποτό χτύπησε ο γνώριμος ήχος της συνομιλίας και διάβασες «φέρε τσιγάρα όταν γυρίσεις». Και κάπως έτσι όλα βρήκαν ξανά το δρόμο τους.
Είναι και μερικά μηνύματα που ‘χετε δώσει όρκο σιωπής να μη δουν ποτέ το φως της μέρας. Γιατί αν το δουν, ξέρετε κι οι δυο ότι θα πρέπει να μεταναστεύσετε σε κανένα ερημονήσι μ’ ένα φοίνικα για σκεπή και παρέα, μπας και γλιτώσετε απ’ την κατακραυγή όλων αυτών που ‘χετε κουτσομπολέψει κι ειρωνευτεί κατά καιρούς. Με καλή καρδιά, πάντα. Κάπου εδώ, ενός λεπτού σιγή για τον άνθρωπο που ‘χε την ιδέα του screenshot. Ξέρεις, αυτό που ‘ρχεται όταν κάθεσαι παίζοντας αμέριμνα με τη φράντζα σου, πάντα μ’ επιγραφή «νόμιζα το τριώδιο έπεφτε συνήθως κατά το Μάρτη, Γενάρη δεν έχουμε;».
Είμαστε κι εμείς οι απροσάρμοστοι, οι κολλημένοι με την τεχνολογία, που κάποιες φορές μας είναι πιο εύκολο να εκφραστούμε πίσω από μια οθόνη. Ειδικά όταν αυτά που θέλουμε να πούμε είναι παράπονα, ζηλίτσες και νευράκια. Μη βιαστείς να σηκώσεις το βαρύ λάβαρο της επανάστασης. Το ξέρουμε ότι κάποια πράγματα είναι καλύτερα να εκφράζονται πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά όταν μας είναι παντελώς αδύνατο να κρατήσουμε μούτρα στον κολλητό μας, βλέποντας τη γελοία φάτσα του, θα το κάνουμε διαδικτυακά. Κι ας μας κατακρίνουν όσο θέλουν.
Σ’ ευχαριστούμε λοιπόν Mark, γιατί μπορεί να μας έχεις κάνει να ζητάμε απελπισμένα κωδικούς wi-fi, αλλά μερικές φορές μας φέρνεις όντως πιο κοντά. Και μας αρέσει και γελάμε και νευριάζουμε κι ανταλλάζουμε κουβέντες βαριές και κουβέντες όμορφες. Ναι, όλα αυτά διαδικτυακά. Γιατί όταν μας δίνεται η ευκαιρία να ‘χουμε τους φίλους μας δίπλα μας, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, εφτά μέρες την εβδομάδα, συγγνώμη κιόλας, αλλά θα την αδράξουμε.
Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνας Νικοπούλου: Ιωάννα Κακούρη