Για κάποιο λόγο οι άνθρωποι έχουμε την τάση να χωριζόμαστε σε στρατόπεδα. Για παράδειγμα, υπάρχουν αυτοί που είναι κάπως πιο δραστήριοι στην ερωτική τους ζωή. Βαριούνται εύκολα στις σχέσεις, ίσως δε θέλουν να δεθούν συναισθηματικά, κι έτσι δεν πρόκειται να τους ακούσεις ποτέ να σου μιλούν για πεταλουδίτσες και καρδούλες.
Από την άλλη, όμως, υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν να ψάχνουν για μία εξαίρεση, που θέλουν να ονειρεύονται ρομαντικές ιστορίες. Είναι αυτοί που δεν τους νοιάζει τόσο να καταλήξουν κάπου, γοητεύονται απ’ όλο το παιχνίδι του πρώτου καιρού, το φλερτ, τις ματιές, τα νοήματα. Είναι οι λάτρες του πλατωνικού έρωτα και πιθανόν να τον προτιμήσουν από μια πιο εφικτή σχέση με κάποιον, ακόμη κι αν δεν οδηγήσει πουθενά και πληγωθούν στο τέλος.
Έχουν γραφτεί πολλά για τους πρώτους κι ακούγονται συχνότερα παράπονα. Παρεξηγούνται και φορτώνονται την ταμπέλα της «πουτάνας» οι μεν γυναίκες, του «κάφρου» οι δε άντρες. Κι εντάξει, για να λέμε την αλήθεια, οι γυναίκες στοχοποιούνται περισσότερο, γι’ αυτό και θα τις ακούσεις να λένε «όταν τα κάνουν οι άντρες, δεν είναι θέμα;».
Μέχρι εδώ, μαζί σας. Δικαίωμα του καθενός να κάνει ό,τι θέλει. Όταν, όμως, φτάνετε σε σημείο να προσπαθείτε να μειώσετε και να προσβάλλετε τη δεύτερη κατηγορία για να νιώσετε καλύτερα εσείς και τα κόμπλεξ σας, τότε ξεφεύγετε πολύ και προκαλείτε την τύχη σας. Μην κρίνεις για να μην κριθείς, έλεγαν.
Η ιστορία έχει ως εξής: Συνάντηση δύο φίλων, μία από την κάθε κατηγορία. Η πρώτη θα σου πει λακωνικά και κοφτά τα νέα της «Βγήκα με το Γιώργο χθες. Φασωθήκαμε. Σκέφτομαι να κάνω κάτι ρε συ, αλλά δε θέλω να πάθω τα ίδια με τον Παύλο».
Το ερώτημα που σου γεννάται πρώτα-πρώτα είναι: Ποιος είναι ο Γιώργος; Κατά πάσα πιθανότητα, δε σου έχει ξαναμιλήσει καν γι’ αυτόν ή ίσως να στον έχει αναφέρει αδιάφορα. Αλλά μεταξύ μας, ακόμα κι αν το έχει κάνει, ακούς από το στόμα της πέντε-έξι ονόματα το μήνα, που είτε φιλήθηκαν, είτε αλληλοχουφτώθηκαν, είτε της την έπεσαν, είτε τους θέλει, είτε προχώρησαν κιόλας. Επομένως, ενδέχεται να μη θυμάσαι το συγκεκριμένο.
Και πες ότι το θυμήθηκες, ποιος από όλους τους Γιώργους; «Χα χα! Είναι και πολλοί ναι!», θα πει με καμάρι και γελώντας. Θα τη ρωτήσεις έπειτα, πώς νιώθει για ό,τι έγινε κι εκείνη θα σου πει «εντάξει καλά είναι, δε με νοιάζει κιόλας», κι έπειτα θ’ αλλάξει θέμα.
Εσύ πάλι, σταθερή εδώ και μήνες, αναφέρεις ένα και μόνο όνομα. Εκείνη δεν το ξεχνάει. Για την ακρίβεια, κάθε φορά που το αναφέρεις δυσανασχετεί. «Πω ρε κοπελιά, πάλι γι’ αυτό μιλάς; Έλεος! Εξαρτάσαι πάρα πολύ από τ’ αγόρια!».
Μη γελαστείς ότι θα της πεις πως εσύ τα βλέπεις διαφορετικά και θα σε καταλάβει. Μην προσπαθήσεις να της μιλήσεις για συναισθήματα και για ρομαντισμό. Η μοναδική φορά που θα σε ακούσει είναι αν της μιλήσεις για κάτι τρανταχτό, όπως ότι «φασωθήκατε». Είναι ο τύπος αυτός που δεν παίρνει στα σοβαρά θεωρητικές κι άυλες έννοιες, θέλει πράξεις. Και πράξη στον έρωτα είναι το σεξ, είναι το χούφτωμα, είναι το γλωσσόφιλο.
Θα σου πει με ύφος παντογνώστη «κοίτα, εμένα να με ακούς, γιατί έχω κάνει πολλές σχέσεις και μάλιστα ολοκληρωμένες κι έχω μία εμπειρία παραπάνω, πώς να το κάνουμε; Κάποια στιγμή θα καταλάβεις κι εσύ». Εκείνη τη στιγμή παίρνει την εκδίκησή της για όλα τα επικριτικά βλέμματα που έχει δεχτεί από τους άλλους, για όλα τα σεξιστικά σχόλια που έχει ακούσει κι όλες τις ετικέτες που της έχουν κοτσάρει στιγματίζοντάς την για τις επιλογές της. Πλέον εσύ πρέπει να ντρέπεσαι κι όχι εκείνη.
Μπορώ να καταλάβω γιατί φέρονται έτσι, όχι όμως να δικαιολογήσω και τη μετάθεση του θυμού τους. Η κριτική μας ενοχλεί σε τέτοιο βαθμό, όταν οι ίδιοι ξέρουμε ότι υπάρχει μία δόση αλήθειας, όταν οι ίδιοι νιώθουμε άσχημα για τους εαυτούς μας. Αν συμβαίνει αυτό, τότε δε μας ταιριάζει η συμπεριφορά που διαλέξαμε. Δεν το φοράμε, μας φοράει!
Εκείνη που όντως αδιαφορεί, η ακομπλεξάριστη, η άνετη, πιθανώς να μην της ασκείται καν κριτική, γιατί απλώς υποστηρίζει αυτό που έχει επιλέξει. Σου μιλάει ανοιχτά γι’ αυτό κι ωμά, δεν κρύβεται και δεν απολογείται συνεχώς. Δεν έχει το δήθεν αθώο ύφος, ούτε παριστάνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, γιατί δε νιώθει ότι κάνει κάτι κακό, δεν ντρέπεται για τίποτα.
Και στο κάτω-κάτω, αν θέλεις ν’ απαντήσεις σε κάποιον που σε σνομπάρει, επειδή είσαι πιο ρομαντικός, δε χρειάζεται ν’ ανταποδώσεις το χτύπημα. Η πραγματικότητα είναι ότι το πιο εύκολο είναι να γίνεις σαν κι εκείνον, να βρεις απλώς μια σχέση, ό,τι να ‘ναι, αρκεί να μπορείς ν’ αλλάξεις την κατάστασή σου στο Facebook από «single» σε «in relationship». Το πιο εύκολο είναι να τ’ αντιμετωπίζεις όλα τόσο επιφανειακά. Δε μειονεκτείς σε κάτι, απλώς ιεράρχησες διαφορετικά αυτά που αξίζουν στη ζωή σου, έχεις άλλη ποιότητα συναισθημάτων. Σκέψου, άλλωστε, ότι όπως σκέφτεσαι εσύ τώρα, θ’ αρχίσουν να σκέφτονται οι φίλοι σου σε καμιά δεκαετία. Συνεπώς αυτός που είναι μπροστά σε ωριμότητα κι εμπειρία, μάλλον είσαι εσύ κι όχι αυτοί.
Όσο για τους αφοριστικούς έναντι του ρομαντισμού φίλους, εντάξει αγόρια δεν είστε κάφροι, ούτε εσείς, φίλες, είστε η λέξη που σιχαίνεστε ν’ ακούτε. Δεν είστε και μαγκάκια ούτε φωστήρες για να κατακρίνετε όσους δεν αναλώνονται όπως εσείς. Λέτε απλώς «εγώ δεν έχω κολλήματα, είμαι yolo!», και νομίζετε ότι είστε απλώς προοδευτικοί κι άνετοι. Θέλετε να καλείστε ρεαλιστές και να μην είστε σαν τα «pathetic» φιλαράκια σας, όπως τα λέτε, κι έτσι παρασύρεστε σε ακρότητες και μετά γκρινιάζετε από πάνω επειδή σας ωθούν να κοιταχτείτε στον καθρέφτη. Το μόνο πρόβλημα που πρέπει να λύσετε λοιπόν, είναι ν’ αποδεχτείτε το είδωλό σας και να το αγαπήσετε, για να μπορέσετε ν’ αγαπήσετε και των άλλων.