«Καληνύχτα, μπούλη», λέω στον μπαμπά μου και κλείνω το τηλέφωνο. Αυτό γίνεται κάθε βράδυ. Αυτό γινόταν όταν σπούδαζα σε άλλη πόλη, αυτό γίνεται και τώρα. Το ότι μένει και δουλεύει σε άλλη χώρα δε μας απομάκρυνε ούτε στιγμή. Έχουμε κάνει γιορτές, γενέθλια και παραμονή Πρωτοχρονιάς μέσω skype, κι ήμασταν κάπως φορτισμένοι, αλλά έτσι εκτιμούσαμε περισσότερο τις χρονιές που ήμασταν μαζί.

Μια εβδομάδα πριν άφησα το φοιτητικό μου σπίτι, αυτό που πιάσαμε παρέα. Θυμάμαι πόσο ζήλο έδειχνε όταν διαλέγαμε τα έπιπλα, όταν το διακοσμούσαμε. Κάθε αντικείμενο που πακέταρα ξαναζωντάνευε μπροστά μου τις στιγμές εκείνες. Θυμάμαι που έλεγε σε όλους «δε θέλω να φύγω και να κλαίω», από την αγωνία του που θα έμενα πρώτη φορά μόνη μου και το άγχος του για το αν θα μου άρεσε το σπίτι κι η πόλη.

Δεν είναι αυτά, όμως, για τα οποία θέλω να του πω ευχαριστώ. Δεν είναι τα χατίρια που μου έκανε, δεν είναι ό,τι έχει να κάνει με ύλη. Άλλες εποχές μπορούν να κάνουν λιγότερα οι γονείς, άλλες περισσότερα. Δεν επηρεάζει αυτό την αγάπη μας για εκείνους.

Αυτά που θυμάμαι και συγκινούμαι είναι τόσο μικρά, που μπορεί να μην τα θυμάται καν. Δεν αποτιμώνται σε χρήματα, είναι, όμως τα πιο σημαντικά. Είναι τα βράδια που ξενυχτούσε επειδή έβλεπα εφιάλτες μικρή ή επειδή ήμουν άρρωστη. Για ένα μικρό συνάχι μου, γυρνούσε όλα τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία στις 3 το χάραμα κι όταν επέστρεφε είχα κοιμηθεί και θύμωνα που με ξυπνούσε κι απογοητευόταν. Του φώναζα ότι δε μου άρεσαν τα φάρμακα που έφερνε κι είχε ήδη προνοήσει για να έχω δεύτερες επιλογές. Κι εγώ έκανα μούτρα που δε μάντευε ποιο θα μου αρέσει από την αρχή κι έμενε εκείνος με το παράπονο που είχε κάνει τόσα και δεν τα εκτιμούσα. Νιώθω τύψεις γι’ αυτά.

Ακόμα κι αυτό, όμως, χάρη σ’ εκείνον το νιώθω. Εκείνος μου έμαθε να νιώθω τη συγγνώμη και το ευχαριστώ, να έχω ευαισθησίες. Κι αυτό γιατί κάθε φορά που τσακωνόμασταν, όποιος κι αν είχε δίκιο, όποιος κι αν ήταν ο λόγος, μέσα σε 5 λεπτά ερχόταν με κανακεύματα και μου ζητούσε να τον συγχωρήσω. Κι όλα αυτά ακόμα κι όταν του είχα μιλήσει με τα πιο σκληρά λόγια, όταν είχα εγώ όλο το άδικο. Ήξερα, όμως, ότι υπάρχει σίγουρα ένας άνθρωπος στη ζωή μου που ό,τι κι αν γινόταν θα ήταν πάντα εκεί να με αγαπάει κι αυτό δε θα άλλαζε ποτέ. Εκεί δε χωρούσαν συναισθηματικοί εκβιασμοί. Γι’ αυτό και πάντα συνειδητοποιούσα τα λάθη μου και δεν είχα πρόβλημα να τα παραδεχτώ.

Έτσι είναι ο μπαμπάς μου. Πάντα έβρισκε τον καλύτερο τρόπο να με χειριστεί, γιατί ήταν έξυπνος, γιατί αισθανόταν. Δε μου απαγόρευσε ποτέ τίποτα, μόνο εξηγούσε. Τυπικά, ήμουν ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, όμως «εγώ δε θα ήθελα να το κάνεις», έλεγε. Αυτό ήταν αρκετό από μόνο του. Δεν έκρυβε κάποιον έμμεσο εκβιασμό, απλώς είχα μάθει να κρίνω σημαντική τη γνώμη του. Με έπειθε η εξήγηση που έδινε, κι ας μην το παραδεχόμουν ποτέ.

Ακόμη κι όταν έπαιρνα, όμως, ελευθερίες, ήξερα πόσο ανησυχούσε και πόσο αγωνιούσε για μένα, όμως ποτέ δε γινόταν πιεστικός. Κατάφερνε πάντα να είναι στο μέσο μεταξύ της αδιαφορίας και της φορτικότητας. Κι έτσι το πέρασμα στην ενηλικίωση δε μου έφερε καμία ανάγκη για ξεσπάσματα απωθημένων. Οι φίλοι μου καμιά φορά απορούσαν πώς είναι δυνατόν να προτιμώ εκδρομή με τον μπαμπά μου κι όχι άλλη μια βόλτα μ’ εκείνους. Κι αναρωτιόμουν, η σχέση που έχω εγώ με τον πατέρα μου δεν είναι αυτονόητη;

Πέρασαν χρόνια κι άκουσα διαφορετικές ιστορίες από άλλους για να συνειδητοποιήσω αυτό ακριβώς: όχι, δεν είναι αυτονόητη μια τόσο υπέροχη σχέση με τον μπαμπά σου. Δεν είναι όλοι οι πατεράδες σαν το δικό μου, δυστυχώς, δεν είναι. Υπάρχουν πατεράδες που αδιαφορούν τελείως, που δεν ήταν ποτέ παρόντες. Υπάρχουν άλλοι που ναι μεν ήταν παρόντες, αλλά δεν ενδιαφέρονταν σε ικανοποιητικό βαθμό. Υπάρχουν πατεράδες που απογοητεύονται από τα παιδιά τους, επειδή δεν έγιναν όλα όπως τα είχαν φανταστεί κι υπάρχει κι ο δικός μου ο μπαμπάς, που είναι ο καλύτερος.

Ακόμα κι αυτό που γράφω αυτήν τη στιγμή, όπως κι όλο το πάθος μου για τη γραφή είναι δικό του δημιούργημα, διότι από μωρό, μου έλεγε ιστορίες και παραμύθια κάθε βράδυ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια πελώρια κούτα γεμάτη παραμύθια που μου έφερε όταν στέρεψε πια από έμπνευση. Τότε ήταν τα παραμύθια και σήμερα είναι οι πολύτιμες θεωρίες και τα διδάγματα για τη ζωή που, αν και δεν το ξέρει, όταν τα λέει αποσπασματικά σε συζητήσεις, τα συγκρατώ. Οι πιο σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου έχουν έρθει επειδή αντηχούσαν στ’ αυτιά μου τέτοια λόγια του και συμβουλές.

Και ξέρω ότι ό,τι κι αν γίνω στη ζωή μου, θα το χρωστάω επίσης σ’ εκείνον, στο χαρακτήρα που έπλασε σε μένα και τις αξίες που μού εμφύτευσε. Και θα του ζητάω κι εγώ συγγνώμη για όλες τις φορές που τον πλήγωσα και που φάνηκα αχάριστη και σκληρή, ξέροντας πως πιστεύει ότι στους πατεράδες μας δεν πρέπει να λέμε ευχαριστώ και συγγνώμη. Επομένως θα του πω απλώς αυτό: σ’ αγαπώ, μπαμπά.

 

Συντάκτης: Χριστιάννα Χαραμή