Ορισμένες φορές, η ιδέα του να βγεις απ’ το σπίτι, να πας μια βόλτα με τους φίλους σου για παράδειγμα, φαντάζει περισσότερο άθλος παρά διασκέδαση. Συγκεκριμένα, σ’ ένα φορτωμένο εβδομαδιαίο πρόγραμμα, αυτό που αναζητάς είναι λίγη ξεκούραση με οποιοδήποτε τρόπο. Φυσικά, ένας καφές με την παρέα σου συνιστά μια τέτοια χαλάρωση. Το θέμα είναι πού θα τον πιεις αυτόν τον καφέ;
Είναι ένα ζήτημα που σπάνια θα το συζητήσεις με τον άλλον ανοιχτά, όμως, συμβαίνει συχνά. Όλοι μας έχουμε φίλους και γνωστούς που συναντάμε τακτικά και μένουν σε μακρινή περιοχή. Το φυσιολογικό και το πρέπον σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να βρίσκεται αυτόματα μια δίκαιη λύση, όπως η λογική του «μία σε σένα, μία σε μένα» ή κάπου ενδιάμεσα, για να χωρίζονται οι αποστάσεις.
Υπάρχουν, όμως, άτομα που αρνούνται να μπουν σε μια τέτοια διαδικασία μετακινήσεων, που θεωρούν αυτονόητο ότι κάθε φορά οι συναντήσεις θα λαμβάνουν χώρα στην ευρύτερη ζώνη του σπιτιού τους. Κι αν έχεις κάνει το λάθος να το δεχτείς απ’ την αρχή, πολύ φοβάμαι ότι τους έχεις καλομάθει και δε θ’ αλλάξουν εύκολα νοοτροπία.
Αν τους πεις να βρεθείτε κάπου κοντά σου, που λογικό είναι σε ρυθμούς εργασίας να μην έχεις τόσο ελεύθερο χρόνο και να θελήσεις κάτι πιο χαλαρό, τότε θα τους φανεί παράξενο. «Τόσο μακριά; Θέλω δύο λεωφορεία για να έρθω εκεί». Μέχρι τότε δεν είχαν μπει ποτέ στη διαδικασία να σκεφτούν ότι το ίδιο κάνεις κι εσύ καιρό τώρα. Απλώς βολεύτηκαν με την ανοχή σου και πίστεψαν ότι θα είναι για πάντα έτσι.
Θα σου πουν «μα εδώ έχει τόσα μαγαζιά, είναι αντικειμενικά πιο ωραία» και θα σε κάνει να νιώσεις σαν να ζεις στη ζούγκλα ή σε ερείπια. Θα επικαλεστούν παρέες που συναντάτε συχνά στη γειτονιά τους, υποστηρίζοντας ότι εκεί γνωρίζετε πολλά άτομα, ενώ σε σένα όλοι είναι άγνωστοι. Δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνουν ότι έχεις δίκιο, απλώς το βλέπουν κάπως εγωιστικά και δε θέλουν να στο παραδεχτούν για να μην ξεβολευτούν.
Αν πάλι παραπονεθείς για όλα αυτά και το κάνεις θέμα, θα σε κοιτάξουν αφ’ υψηλού και με οίκτο, σε στιλ «Τι γυφτιές είναι τώρα αυτές;». Αν δε, έχεις αυτοκίνητο και παραπονεθείς για τη βενζίνη που χαλάς, εκεί θα σου κολλήσουν τη ρετσινιά του «τσιγκούνη» για την υπόλοιπη ζωή σου. Και πράγματι, είναι ένα θέμα που δε θα έπρεπε καν να συζητιέται. Όμως, δυστυχώς, πολλοί είναι οι άνθρωποι που ποντάρουν σ’ αυτό για να επαναπαύονται σε μια ευνοϊκή γι’ αυτούς κατάσταση. Βλέπεις, όποιος έχει θράσος σήμερα, πάει μπροστά.
Τότε είναι που θα σου πει «οκ, κανονίστηκε» επιβεβαιώνοντάς σου ότι θα συναντηθείτε σε περιοχή που σε βολεύει. Δε θα πιστεύεις στ’ αυτιά σου βέβαια, και καλά θα κάνεις, γιατί αν δε στο ακυρώσει στο τέλος με ό,τι δικαιολογία μπορείς να φανταστείς, σίγουρα θα σου γκρινιάξει για την ταλαιπωρία που πέρασε μέχρι να φτάσει, πάνω από δέκα φορές. Κι η γκρίνια θα συνεχιστεί στο πόσο χάλια ήταν ο καφές που ήπιατε και πόσο ακριβός, για το ότι η περιοχή μαζεύει πολλή αλητεία, ακόμη και για τ’ ότι άρχισε να βρέχει. Σε κάθε περίπτωση, κάθε άλλο από χαλαρωτική θα είναι αυτή η βραδιά, εφόσον θα καταφέρει να στο βγάλει από τη μύτη το καλό που έκανε.
Το αίσθημα είναι πάντα το ίδιο: νιώθεις ότι σου κάνει τη χάρη. Απλώς, είναι μερικοί άνθρωποι, που προτάσσουν το «πού» έναντι του «με ποιον» θα βγουν. Για να σου δώσω να καταλάβεις, το νόημα είναι να βγει και να ξεσκάσει, να περάσει καλά. Παρέα για να το κάνει θα βρει, όπως και να ‘χει. Αν δεν είσαι εσύ, θα είναι κάποιος άλλος, και προφανώς αυτός ο άλλος θα τον βολέψει καλύτερα, γιατί είναι γειτονάκι και συχνάζει στην πλατεία που είναι δυο τετράγωνα απ’ το σπίτι τους.
Όλη αυτή η νοοτροπία θυμίζει απλώς κακομαθημενιά, όσο κι αν εσύ νιώθεις πολλές φορές ότι δε σε υπολογίζει, όπως εσύ. Δεν είναι ότι δε νοιάζεται ή ότι δε σε θεωρεί φίλο του, απλώς συνήθισε έτσι και του είναι δύσκολο ν’ αλλάξει λογική. Δε θα έπρεπε, όμως, να νιώθεις άσχημα να μιλήσεις γι’ αυτό μαζί του, αν δεις ότι δεν το καταλαβαίνει από μόνος του. Κατά πάσα πιθανότητα, δε θα φιλοτιμηθεί να το προτείνει εκείνος. Μην έχεις τέτοιες προσδοκίες. Είναι αυτό που λέμε «ας κάνω το κορόιδο». Στην πραγματικότητα, όμως, το κορόιδο είσαι εσύ, κι αν αυτό αρχίζει να σ’ ενοχλεί, απλώς πες το.
Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου