Σκέψου μια στιγμή που ένιωσες προδοσία. Θες από φίλο, θες απ’ τον άνθρωπο που ερωτεύτηκες; Ό,τι θες. Εκείνη τη στιγμή νιώθεις όπως όταν αλλάζεις πλευρό στο κρεβάτι κι αισθάνεσαι ότι πέφτεις στο κενό. Μια στιγμή τόσο δυνατή, τόσο έντονη που δεν κατάφερες καν ν’ αντιδράσεις. Δε φώναξες. Δεν έκλαψες. Σταμάτησε για λίγο ο χρόνος αφήνοντάς σε μουδιασμένο. Σε ρωτούσαν πώς νιώθεις, σε προέτρεπαν να μιλήσεις, αλλά εσύ δεν μπορούσες να πεις τίποτα.
Και μετά το πρώτο σοκ, κάθισες στο τραπέζι με τον κολλητό σου. «Τέρμα» είπες. Μια λέξη μόνο κι αυτό γιατί δεν έβρισκες λόγια να περιγράψεις όλα όσα ένιωθες.
«Δώσε του άλλη μια ευκαιρία». Αρκούν αυτά τα λόγια για να εξωτερικευτεί ο θυμός, να χτυπήσεις το χέρι στο τραπέζι, να φωνάξεις, να ουρλιάξεις πώς νιώθεις!
Ο φίλος, όμως, πάντα θα κοιτάζει να μετριάσει την κατάσταση, να δει την καλή πλευρά. Ακόμα και στο άδικο του άλλου θα βρει να υποστηρίξει το «φταίτε κι οι δυο». Θα τον δικαιολογήσει, θα βρει ελαφρυντικά, θα σε πιέσει να τον συγχωρέσεις με το ύφος «Μητέρας Τερέζας».
Θ’ αναρωτιέσαι αν είναι όντως τόσο ηλίθιος ώστε να μη βλέπει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις. Θα θυμώσεις μαζί του, θα τσακωθείς μαζί του, θα ξεσπάσεις. Θα παραπονεθείς ότι δε σε καταλαβαίνει, ότι δεν μπαίνει στη θέση σου. Κι όλα αυτά τη στιγμή που μόνο η ανάμνηση του ήχου ή της εικόνας που σ’ έκανε να νιώσεις έτσι σε συντρίβει ξανά και ξανά.
Ίσως πρέπει να ‘ναι αυτός ο ρόλος του φίλου, να βοηθά για τη συμφιλίωση κι όχι το χωρισμό. Ίσως να βλέπει όντως κάτι που εσύ δεν μπορείς να δεις. Καμιά φορά υπερβάλλουμε και τραγικοποιούμε καταστάσεις, διογκώνουμε γεγονότα. Έχουμε και μια ροπή στο να τοποθετούμε τους εαυτούς μας στη θέση του θύματος κι όταν κάνουμε ξεπερνάμε και την Τζέιν Έιρ σε «drama queen».
Ο φίλος, όμως, θα το δει σφαιρικά και πιο αντικειμενικά. Δε θ’ αρνηθεί το δίκιο σου, απλώς δε θα σταθεί εκεί. «Εντάξει, δεν ήταν και τόσο φοβερό. Συμβαίνουν αυτά» θα βιαστεί να υποστηρίξει.
Νιώθεις ότι μιλάς σε τοίχο μέχρι τη στιγμή που η προδοσία θα χτυπήσει και τη δική του πόρτα. Εκεί, ο ανοιχτόμυαλος και πάντα καλοπροαίρετος φίλος σου χάνει την μπάλα.
Πραγματικά, η συγχώρεση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Καταρχάς προϋποθέτει μια συγγνώμη κι η συγγνώμη δεν είναι απλώς μια λέξη. Είναι έμπρακτη εκδήλωση μετάνοιας. Είναι δέσμευση ότι δε θα επαναληφθεί, ότι δε θα είσαι χαζός αν τον εμπιστευτείς ξανά. Είναι κατανόηση για το πώς ένιωσες και θέληση κι επιμονή για επανόρθωση.
Όλα αυτά δεν είναι αυτονόητα. Το στιλ του «δε θα παρακαλάω κιόλας!», η τακτική του «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση» είναι τα πιο συνήθη εμπόδια.
Αλλά ακόμη κι αν παρακαμφθούν αυτά κι ειπωθεί η συγγνώμη, πρέπει να γίνει πιστευτή. Και καμιά φορά είναι δύσκολο.
Όταν η δυσκολία αγγίζει τον εγωισμό, τότε είναι πιο εύκολο γι’ αυτόν που ζητά συγγνώμη ν’ αποδεχτεί την κατάσταση. Απευθύνεται σ’ ένα ρομπότ, όχι σε άνθρωπο. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσω κάποιον που βάζει κάτι τόσο πλασματικό πιο πάνω από τις ανθρώπινες σχέσεις; Τι να σκεφτώ για κάποιον που, ενώ θέλει να προσπαθήσει ξανά, δεν το κάνει μόνο και μόνο επειδή πρέπει να προωθήσει το προφίλ του αμείλικτου κι ανάλγητου χαρακτήρα; Είναι το στιλάκι του «δε σηκώνω μύγα στο σπαθί μου». Μεγάλη μαγκιά!
«Όταν λέω τέλος, ΤΕΛΟΣ!». Φοριέται πολύ η φράση. Σπάνια την εννοεί αυτός που τη δηλώνει τόσο τελεσίδικα. Απλώς κάπου την άκουσε, κάποιος την απηύθυνε σ’ εκείνον ή σε κάποιο γνωστό του κι είπε να το δοκιμάσει. Έχουμε μια τάση να μιμούμαστε ό,τι μας πληγώνει, άλλωστε. Σκεφτόμαστε ότι αφού έπιασε μ’ εμάς, θα πιάσει και μ’ άλλους. Αυτήν τη φορά, όμως, θα είμαστε εμείς στην ισχυρή θέση.
Στην πραγματικότητα, το «τέλος» έρχεται όταν δεν το ανακοινώνεις. Αυτή είναι κι η υπαρκτή δυσκολία στη συγχώρεση. Είναι αδυναμία, όχι εγωισμός. Θέλεις να τα ξεχάσεις, θέλεις να γίνουν όλα όπως πριν, θέλεις να το πιστέψεις, όμως, δεν μπορείς. Γίνεται μόνο του, αβίαστα. Έτσι νιώθεις. Δεν κρύβεται κάποια λογική στρατηγική στο μυαλό σου.
Ίσως είναι επειδή είχες μεγάλες προσδοκίες και δεν περίμενες ποτέ κάτι τέτοιο. Ίσως επειδή το έχεις ξαναδεί το έργο πολλές φορές και θέλεις να φωνάξεις ένα μεγάλο και τρανταχτό «κουράστηκα!». Κι όντως κουράστηκες. Όντως σου φαίνεται βουνό να παλέψεις για όλο αυτό. Πώς να τον εμπιστευτείς ξανά; Τι να κάνεις για να μη θυμάσαι κάθε φορά που σε κοιτάζει; Τι να του πεις όταν γκρινιάζει, επειδή κάνει τα πάντα και πάλι δεν είναι αρκετά και παραπονιέται πως θα του το χτυπάς για μια ζωή; Απαιτεί πολύ χρόνο και πολλή προσπάθεια για να ξεπεραστεί κι εσύ μένεις να σκέφτεσαι αν αξίζει τον κόπο.
Για ν’ απαντήσεις πρέπει να τα σταθμίσεις. Όσο περνά ο καιρός, ο θυμός θα φεύγει κι ό,τι κάποτε σε πλήγωσε δε θα πονάει πια. Στην επιφάνεια θ’ ανασύρονται οι καλές στιγμές, όλα όσα σας ένωναν, κι ο λόγος που χάθηκαν θα μοιάζει πια ασήμαντος. Και θα έρθει η στιγμή που θ’ αναρωτηθείς: αλήθεια, γιατί όλα αυτά;