Μία στιγμή ήταν. Μία στιγμή που η απόφαση έμοιαζε σαν επιτακτική ανάγκη. Σαν να μην μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ανάμεσα σε κόσμο, γνώριμο και προσφιλή, χαμήλωνε το βλέμμα, μην τυχόν και φανερωθούν τα «θέλω» κι οι σκέψεις.
Σκέψεις ανάμεικτες, βρόμικες και καθαρές ταυτόχρονα. Ήξερε πως δεν έπρεπε, αλλά με κόπο σταματούσε να κοιτά κάθε μορφασμό αυτού του προσώπου, κάθε λακκάκι, κάθε ρυτίδα, μα πιο πολύ μελετούσε τις εμφανείς ατέλειες αυτού του κορμιού. Τις λάτρεψε ιερά. Ήταν μοναδικές κι ήθελε να τις αγγίξει όλες με τα χείλη. Ήθελε να γλείψει κάθε πόρο απ’ το δέρμα αυτού του σώματος, να πιει κάθε υγρή του έκκριση, δε γινόταν να κάνει αλλιώς παρά να υποκύψει, κι αυτό ακριβώς έκανε.
Κάποιες φορές ο χρόνος σταματά, παγώνει. Αυτό είχε συμβεί. Δεν είχε τίποτε άλλο σημασία, πάρα αυτή η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που άφηναν πίσω τους όταν αυτά τα βλέμματα διασταυρώνονταν . Ό,τι μέχρι τώρα ήξερε ήταν παρελθόν. Ήθελε να νιώθει ξανά και ξανά τα νύχια να γεμίζουν απ’ αυτό το δέρμα, τη γλώσσα γεμάτη με τις γεύσεις που ρουφούσε με ηδονή. Ήθελε να ακούει τα ταυτόχρονα βογκητά τους, αρέσκονταν στην επικίνδυνη αυτή έλξη, παρόλο που ένιωθε να οδηγείται στην καταστροφή.
Δεν ήξερε πως θα τίναζε τη ζωή που μέχρι τώρα ήξερε στον αέρα. Μόνη έννοια η τρέλα γι’ αυτό το σώμα, με όποιον τρόπο, με όποια συνέπεια. Σαν να μην είχε κανείς και τίποτα σημασία. Σε άγνωστα μέρη, σε θάλασσες, σε βουνά, σε λιμάνια, πίσω από σκοτεινά κι έρημα κτήρια, σ’ έναν καναπέ που δεν τους χωρούσε, σ’ ένα κάθισμα αυτοκινήτου, όλα αυτά καταφύγια γι’ αυτήν την αχόρταγη τρέλα, όλα αυτά ίχνη που άφησαν ανεξίτηλα σημάδια∙ άλλα όμορφα κι άλλα σαν πληγές που ξεχνούν να επουλωθούν κι αιμορραγούν από μνήμες που δεν κατάφεραν να πνιγούν.
Γδέρνονταν τα γόνατά τους, μάτωναν τα χέρια τους, όμως, αυτή η έλξη δε χόρταινε, όσο κι αν την τάιζε με σάρκα, όσο κι αν την πότιζε με αυτόν τον ξένο ιδρώτα που έγλειφε για να τον στεγνώσει. Δε χόρτασε ποτέ, τελικά, γιατί ήθελε να δώσει και να πάρει, αλλά ούτε πήρε ούτε έδωσε. Ήξερε από πριν πως αυτό το σώμα που λάτρευε είχε μια ζωή χωρίς χώρο. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει είναι πως με τον καιρό, με τις μέρες, με τους μήνες θα ήθελε να έχει κομμάτι απ’ τον χώρο αυτό -κι ας ήξερε πως ήταν κατειλημμένος. Άρχισε να δημιουργεί ανάγκες που πριν δεν είχε, που δεν ήξερε πώς να τις χειριστεί, που τις φοβόταν όπως τα μικρά παιδιά το σκοτάδι.
Ανάγκη να ακούει το γέλιο που έβγαινε απ’ αυτό το στόμα, να ακούει κάθε συλλαβή απ’ τις ιστορίες που ειπώθηκαν στα τσαλακωμένα σεντόνια, τη φωνή στο τηλέφωνο που έλεγε «εγώ είμαι», μα περισσότερο απ’ όλα αυτό το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα που δήλωνε ότι επιτέλους ήταν εκεί. Για όλους αυτούς τους λόγους δημιούργησε χώρο, πετώντας χωρίς δεύτερη σκέψη αυτό που ήταν παρόν και μέλλον, κι έφτιαξε ένα κενό για να ‘ρθει∙ αν ήθελε, αν μπορούσε, αν υπήρξε ποτέ αυτό που νόμιζε πως είχαν.
Απομακρύνθηκαν. Θεώρησε σωστό να αφήσει κατά μέρος την επικοινωνία, αφού ένιωθε πως αυτός ο άνθρωπος που τελικά είχε ερωτευτεί, δεν ήταν εκεί, είχε ήδη φύγει∙ όχι μόνο στην πραγματικότητα αλλά και νοητά. Δεν ήταν αυτό, όμως, που έκανε την ιστορία να τελειώσει. Η ιστορία τελειώνει τόσο ξαφνικά όσο ξεκινά. Τότε, δυο λέξεις ήταν αρκετές για να αρχίσουν όλα: «Σε θέλω». Οι λέξεις που έριξαν τους τίτλους τέλους ήταν το ίδιο απλές, μόνο που πόνεσαν σαν γροθιά παλαιστή: «Υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή μου». Και τότε πάγωσε. Όπως κι όταν κάποια στιγμή, σε ένα μήνυμα, διάβασε πως ήταν ένα λάθος. Λάθος; Πώς γίνεται να ένιωσε τόσο λάθος; Πώς είναι δυνατόν να ήταν όλα λάθος;
Έπεσε και σηκώθηκε γρήγορα πριν καν κοιτάξει πόσο πολύ χτύπησε. Ένιωσε το μούδιασμα του πόνου και σιώπησε. Παρακολούθησε με μάτια διάπλατα να εξομολογείται έναν έρωτα. Ίσως και να τον βιώνει. Παραδόξως ευχόταν να τον ζήσει όμορφα και δυνατά, όσο πιο δυνατά γίνεται και να ήταν αμφίπλευρο. Να μη δει αυτά τα μάτια με πόνο ή απογοήτευση. Να αξίζει ό,τι κάνει από ‘δω και πέρα και να μην το θεωρήσει λάθος αργότερα.
Κοίταξε για τελευταία φορά αυτή τη μορφή αλλά από αρκετά μακριά, από ασφαλή απόσταση. Αποφάσισε πως δε θα αφήσει ποτέ τις ματιές τους να ξανασυναντηθούν. Ρουφούσε το τσιγάρο και συνειδητοποίησε πως τίποτα δεν ήταν λάθος, πως δε μετάνιωσε, πως ερωτεύτηκε μετά από χρόνια κι αυτό μόνο τύχη θα μπορούσε να ‘ναι.
Θα προσπαθήσει να διώξει κάθε συναίσθημα, προσπαθώντας να κρατήσει μια μικρή, γλυκιά, ανάμνηση. Στην τελευταία τζούρα του τσιγάρου είπε το πραγματικό αντίο. Γύρισε χωρίς να αποχαιρετίσει και συνέχισε να περπατάει με πλάτη στο παρελθόν και με δάκρυα που ήλπιζε πως ο αέρας θα στέγνωνε γρήγορα.
Όλα είναι μία στιγμή που αρχίζει και τελειώνει ξαφνικά. Μία στιγμή που είτε θα σου αφήσει ανεξίτηλα ίχνη είτε θα σου αφήσει λάθη. Για κάποιους ίσως αφήσει και τα δύο. Μη μετανιώσεις για τίποτα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη