Καθισμένος στο μπαρ ενός καζίνου, απολαμβάνοντας το ποτό σου, βλέπεις ένα πρόσωπο που σου μοιάζει να ‘ναι γνωστό, σαν ίσως να ‘χει ένα κομμάτι από σένα. Αν και δεν τον ξέρεις, είσαι σίγουρος πως το πρόσωπο αυτό σου είναι οικείο. Παρατηρείς το μεγάλο τατουάζ του στον δεξί βραχίονα του χεριού του, ένα μεγάλο τραπουλόχαρτο με τον άσσο μπαστούνι.

Απ’ τη γωνία σου διακρίνεις τις σταγόνες του ιδρώτα του στο μέτωπό του που ζωγραφίζουν την αγωνία του. Η έξαψη κάνει το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο και τις ρυτίδες του βαθιές. Το τασάκι δίπλα του είναι ξεχειλισμένο με αποτσίγαρα και το ποτό του μισοτελειωμένο. Τα μάτια του μοιάζουν υπνωτισμένα, καθώς το βλέμμα του δε στρέφεται πουθενά αλλού πέρα απ’ το τραπέζι της ρουλέτας. Τα αφτιά του ακούν μόνο τον ήχο μιας αμυδρής ποσότητας βάρους μπίλιας που δε σταματάει να γυρίζει. Διακρίνεις ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά του πολύχρωμες μάρκες που χορεύουν ένα χορό που τις κάνει να γίνονται όλο και λιγότερες. Μα αυτός έχει επιμονή. Παίρνει ακόμα κι άλλες. Δεν έχει προσέξει πως τον παρατηρείς. Η υπομονή του εξαντλείται, οι γροθιές και τα χείλη του σφίγγουν.

Σηκώνεται νευριασμένος απ’ το τραπέζι και κάθεται δίπλα σου στο μπαρ, παραγγέλνοντας ένα ακόμη ποτό. Μυρίζεις τα ρούχα και το δέρμα του που μοιάζουν να ‘ναι εκεί για μέρες, έχουν ποτιστεί με το ίδιο άρωμα της αίθουσας. Σου ζητάει τσιγάρο. Δείχνει να θέλει να μιλήσει και τον παροτρύνεις. Είναι ζαλισμένος. Σου μιλάει σαν να ‘σαστε γνωστοί από παλιά. Σου διηγείται τη θλιβερή του ιστορία σαν να σε ξέρει από χρόνια. Γνωρίζει πως πιθανότατα δε θα σε ξαναδεί ποτέ, γιατί δε μοιάζεις καθόλου με τύπος που συχνάζει σε τέτοια μέρη. Δεν έκατσες σε κανένα τραπέζι με χαρτιά και ρουλέτες –αλλιώς θα σε είχε δει– παρά έμεινες στο μπαρ να πίνεις το ποτό σου.

Σου μιλάει για τον εθισμό του, για την ικανότητά του να επινοεί φρικτά ψέματα στην ίδια του την οικογένεια, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής απ’ τη διάλυση. Ήταν εκεί μια εβδομάδα, παίζοντας ασταμάτητα με μοναδικό του σκοπό να ρεφάρει. Τα χρέη τον είχαν πνίξει. Προσπαθεί να σου εξηγήσει πως η ιδέα να φοράει πάνα όση ώρα παίζει, του φάνηκε έξυπνη κι ήταν ένας τρόπος να μη σπαταλάει άσκοπα το χρόνο του. Σου λέει ιστορίες για τα ταξίδια του σε διάφορα μέρη του κόσμου με μόνο σκοπό του να κλειστεί σε αίθουσες χωρίς ρολόγια και παράθυρα, εκεί που ο χρόνος σταματάει και μένει μόνο εκείνος κι η ρουλέτα.

Κάποιες φορές του λείπουν οι φίλοι του, η χαμένη κοινωνική του ζωή κι απόψε ξέρει πως την επομένη δε θα βρει στο σπίτι την οικογένειά του να τον υποστηρίξει για μια ακόμη φορά. Φοβάται πως μαζί με την αξιοπρέπειά του έχει ήδη χάσει κι όλους όσοι τον αγάπησαν. Με μεγάλη άνεση σου λέει πως γνωρίζει την αυτοκαταστροφή του κι ότι πολλές φορές έχει φλερτάρει με την ιδέα να βάλει το όπλο του στον κρόταφό του. Τα χρέη τον έχουν ήδη πνίξει και πολλοί είναι εκείνοι που περιμένουν να τους τα επιστρέψει. Ξέρει, όμως, πως αυτό είναι δύσκολο να γίνει, γι’ αυτό και προσπαθεί να σε πείσει να του δανείσεις. Για κάποιο λόγο είναι σίγουρος πως σήμερα είναι η τυχερή του μέρα και θα ρεφάρει.

Παραξενεύεται που δεν αντιδράς σ’ αυτή την παράλογη απαίτησή του, αλλά ο στόχος του είναι να καταφέρει να σε πείσει. Σου εξηγεί τους κανόνες του παιχνιδιού και ζητά μολύβι και χαρτί απ’ το σερβιτόρο. Σου αραδιάζει έναν δικό του αλγόριθμο με τον οποίο είναι σίγουρος πως θα πάρει πίσω τα λεφτά του και θα μπορέσει να σε ξεχρεώσει. Επικαλείται την οικογένειά του και σου μιλά για αλλοτινές του επιτυχίες, πως κάποτε κατάφερε να βγάλει ένα του μηνιάτικο σε λίγα λεπτά. Η αδρεναλίνη του έχει βαρέσει κόκκινο γιατί νιώθει ότι τα επιχειρήματά του κοντεύουν να σε πείσουν.

Δεν έχεις πει κουβέντα. Τον κοιτάς συγκαταβατικά σαν να του δείχνεις πως τον καταλαβαίνεις. Η αλήθεια είναι πως δε θα μπορούσε άλλος να τον καταλάβει καλύτερα. Σε παρακολουθεί να ξεκουμπώνεις το μανίκι του πουκαμίσου σου κι ανεβάζοντάς το να του δείχνεις το δικό σου πανομοιότυπο με το δικό του τατουάζ. Αυτό, μαζί με σωρεία κακών αναμνήσεων είναι ό,τι σου έμεινε απ’ την εποχή που ήσουν στην ίδια θέση με τον τύπο που αυτή τη στιγμή σε κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα και σ’ ακούει αποσβολωμένος.

Ξαφνιάζεται όταν του λες πως εδώ και χρόνια είσαι καθαρός και πως και για σένα η σκέψη της αυτοκτονίας φάνταζε η πιο λογική εκείνη την περίοδο της ζωής σου. Επέλεξες όμως έναν διαφορετικό δρόμο, εκείνον που θα σε έκανε να απαλλαχθείς απ’ την κακή πλευρά του εαυτού σου και θα σε οδηγούσε στη λύτρωση.

Πηγαίνεις ακόμα σε μέρη που τζογάρουν, με αυτόν τον τρόπο νιώθεις ότι κάνεις δυνατότερο τον εαυτό σου. Βλέποντας ανθρώπους έρμαια των παθών τους, ελπίζεις πως ίσως δείξεις και σε κάποιον άλλον τον δικό σου δρόμο. Ίσως βέβαια δεν τα καταφέρεις, το σίγουρο είναι όμως πως δε θα γυρίσεις ποτέ ξανά εδώ ως παίκτης, γιατί επέλεξες να ‘σαι ο παίκτης της ζωής σου. Στέκεσαι εκεί και παρατηρείς αυτό τον κόσμο απομυθοποιώντας τον. Κάθε μέρα που δεν παίζεις τη μετράς, είναι μία ακόμη ημέρα χωρίς την αρρώστια του εθισμού.

Τον κερνάς ένα ποτό, όμως εκείνος παίρνει το ποτήρι του κι απομακρύνεται. Σκυφτός και σκυθρωπός μοιάζει σαν σκιά του εαυτού του. Δε δείχνει έτοιμος να παλέψει το θηρίο του εθισμού που ζει και μεγαλώνει μέσα του. Ίσως βρει από κάποιον άλλον αυτές τις πολυπόθητες μάρκες που χρειάζεται για να το ταΐσει και να καταληφθεί πλήρως απ’ αυτό. Πιθανώς, έχει κι άλλο δρόμο μπροστά του για να φτάσει στον προσωπικό του απόλυτο πάτο που τον οδηγεί το τέρας του τζόγου.

«Τυχερά παιχνίδια: Ο πιο σίγουρος τρόπος για να πάρεις τίποτα δίνοντας κάτι» – Wilson Mizner.

 

Συντάκτης: Ελένη Παπίλια
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη