Ο Γιάννης Παπαγιαννάκης είναι πυροσβέστης της Β’ ΕΜΑΚ, με πολυετή πείρα και με προσωπικά αφιερώματα για το έργο των διασώσεων, τα οποία έχει προσφέρει στους συμπολίτες του. Στο ευρύ κοινό έγινε γνωστός πριν από 9 χρόνια, όταν κλήθηκε να μιλήσει και να αφηγηθεί όλες τις δύσκολες συνθήκες και καταστάσεις που είχε διαχειριστεί στο επάγγελμά του. Έδινε την εντύπωση, τότε, ενός άτρωτου ανθρώπου και στυγνού επαγγελματία που δεν επηρεαζόταν σχεδόν από τίποτα. Δίχως πολλούς συναισθηματισμούς και με υψηλό αίσθημα καθήκοντος, κρατούσε την ψυχραιμία του για να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του.
Έρχεται ξανά στο προσκήνιο το βράδυ της 28/2/2023 όπου είναι μέσα στους διασώστες που καλούνται έπειτα από τη σύγκρουση των τρένων να βρεθούν στο σημείο για να προσφέρουν την πολύτιμη βοήθειά τους. Ο ίδιος δηλώνει πως βρισκόταν εκτός υπηρεσίας στο σπίτι όταν τον κάλεσε η υπηρεσία να βρεθεί στο σημείο του δυστυχήματος. Μέσα σε λίγη ώρα, βρέθηκε εκεί μαζί με τους συναδέλφους και τον σκύλο του. Τα λόγια του για το τι είδε, προκαλούν ανατριχίλα:
«Εφιάλτης. Ήμουν σπίτι μου, κοιμόμουν και με πήραν τηλέφωνο γύρω στις 2:30 ότι υπάρχει δυστύχημα στα τρένα και έπρεπε να πάω με τον σκύλο μου. Φτάσαμε σε μία ώρα περίπου στο συμβάν. Ό,τι μάθαμε το μάθαμε από το ραδιόφωνο. Ξέραμε τι θα δούμε. Είμαι στην ΕΜΑΚ 23 χρόνια, έχω δει πολλά αλλά ήταν από τα πιο σκληρά που αντιμετώπισα. Κάναμε μία περιμετρική έρευνα να δούμε εάν έχει φύγει κάποιος στα χωράφια. Το πεδίο ήταν παντού με μυρωδιές και υπολείμματα ανθρώπινης σάρκας. Οι εικόνες ήταν σκληρές.
Οι συνάδελφοι που πήγαν πρώτοι απεγκλώβισαν όσο περισσότερους μπορούσαν. Τη στιγμή που έφτασα εγώ δύσκολα θα υπήρχε κάποιος εν ζωή. Είχε σβήσει η φωτιά και η μυρωδιά ήταν αποκρουστική. Μύριζε παντού θάνατος. Κάναμε διαδικασίες να ανασυρθεί το καμένο βαγόνι και να βγάλουμε ό,τι πρέπει να παραδώσουμε πίσω, ό,τι γενετικό υλικό και ό,τι μπορούμε να βάλουμε σε σακούλα να τα δώσουμε στις οικογένειες των θυμάτων. Για εμάς, είναι πολύ ιερό αυτό, όσο οξύμωρο και εάν ακούγεται. Θέλουμε να βγάλουμε ζωντανούς αλλά όταν η κατάσταση είναι τέτοια οφείλουμε να δώσουμε στους συγγενείς κάτι, να έχουν να θρηνήσουν. Δούλεψα γύρω στις 17 ώρες. Με έχουν σκληρύνει σαν άνθρωπο και όλους. Πρέπει να διαχειριστούμε τον ανθρώπινο πόνο.»
Ο Παπαγιαννάκης άνηκε στην ομάδα των πυροσβεστών που τον Απρίλιο του 2003 είχαν κληθεί να απεγκλωβίσουν τους μαθητές του Μακροχωρίου, μία ακόμη τραγική ιστορία με θύματα νεαρά παιδιά που διαδραματίστηκε στην ίδια καταραμένη κοιλάδα. Ο ίδιος σε σχετική ερώτηση δήλωσε: «Η ανθρώπινη τραγωδία δεν μπαίνει σε σύγκριση. Το δυστύχημα με τους μαθητές ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Αλλά αυτό που έγινε πέρυσι είναι αδιανόητο, είναι πρωτόγνωρο.»
Η φύση της δουλειάς των συγκεκριμένων ανθρώπων πολλές φορές τους φέρνει αντιμέτωπους με πολύ σκληρές εικόνες, δύσκολες καταστάσεις και μεγάλο ανθρώπινο πόνο. Δυστυχώς, είναι το είδος της δουλειάς τους τέτοιο που προσπαθούν και οι ίδιοι να μην έχουν πολλούς συναισθηματισμούς και να λειτουργούν ορμώμενοι με τη λογική. Αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο κι αναγκαιότητα, παρά επιλογή. Είναι ένας μηχανισμός που αν δε θέσουν σε εφαρμογή μέσα τους, δε θα μπορέσουν να βγάλουν ούτε μία μέρα χωρίς να καταρρεύσουν. Κάποιες φορές, βέβαια, όσο έμπειρος και καλά εκπαιδευμένος και να είσαι, είναι αδύνατο να μη λυγίσεις. Μια τέτοια στιγμή είναι και το δυστύχημα των Τεμπών, όπως ομολογεί ο Παπαγιαννάκης.
Η Κοιλάδα των Τεμπών αποτελεί ένα θέμα για το οποίο κανένας πυροσβέστης δεν επιθυμεί να μιλάει καθότι τα τρία πολύνεκρα δυστυχήματα που έχουν συμβεί εκεί –το λεωφορείο με τους οπαδούς του ΠΑΟΚ το 1999, οι μαθητές από το Μακροχώρι Ημαθίας το 2003 και η σύγκρουση των τρένων το 2023- αποτελούν ημερομηνίες ορόσημο για το επάγγελμά τους.
Σκόπιμο είναι να αναφερθεί πως το δόγμα του πυροσβέστη είναι να αφήνει τις κακές στιγμές πίσω του, και φιλοσοφία του το να προσπαθούν οι άνθρωποι να απολαμβάνουν την κάθε στιγμή, λόγω του ότι στη δουλειά τους είναι εκτεθειμένοι να βλέπουν τη μεταβλητότητα και το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρ’ όλα αυτά, για τις δραματικές στιγμές που εξελίχθηκαν, πέρσι τον Μάρτιο, ο ίδιος τονίζει πως η αποστολή των πυροσβεστών και των διασωστών εξετελέσθη μεν, αλλά εκείνη η μέρα αποτελεί μια μαύρη μέρα που θρηνεί όλη η πυροσβεστική κι αυτό λέγεται με βαθιά γνώση.
Κλείνοντας, θεωρούμε υποχρέωση να αναφέρουμε πως στο σημείο βρέθηκαν πυροσβέστες, αστυνομικοί, διασώστες και γενικότερα άνθρωποι- γνωστοί και άγνωστοι- εθελοντές με μόνο σκοπό να βοηθήσουν στις διαδικασίες για να σωθούν οι επιβάτες της αμαξοστοιχίας, τα παιδιά μας. Για τη συγκεκριμένη ημερομηνία δε θρηνεί μόνο η πυροσβεστική, αλλά θρηνεί όλη η Ελλάδα. Και γι’ αυτό δε θα σταματήσει πουθενά μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη για τα θύματα και να βρεθεί κάθε υπεύθυνος αυτής της τραγωδίας, έτσι ώστε να υπάρξει η ελάχιστη ηθική ικανοποίηση για εκείνους που δε βρίσκονται πια κοντά μας.
Πηγή φωτογραφίας: LiFO
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου