«5 λεπτάκια ακόμα». Μια φράση, που αν δεν την έχεις πει, σίγουρα την έχεις ακούσει από κάποιον να τη λέει ενώ ζορίζεται να ξυπνήσει το πρωί.

Ξυπνητήρι 07.30. Αναβολή. 7.45. Αναβολή. 8.00. Αναβολή και ούτω καθεξής. Σίγουρα επίσης μπορεί να είσαι από τους τύπους (ή να ξέρεις έναν τέτοιο) που μόλις πιει δύο κρασάκια αρχίζει η απάλευτη νύστα και παίρνει δρόμο για το κρεβάτι του, την ώρα που η υπόλοιπη παρέα διασκεδάζει μέχρι τα χαράματα. Βλέπουμε γύρω μας καθημερινά πολύ διαφορετικές συνήθειες σε σχέση με τον ύπνο. Γιατί όμως δε βιώνουμε την ίδια ανάγκη όλοι οι άνθρωποι; Γιατί μερικοί χρειάζονται minimum 8 ώρες την ημέρα ύπνο ενώ άλλοι λειτουργούν παραπάνω από φυσιολογικά με 5-6 ή και λιγότερες ώρες;

Κι όμως, υπάρχουν έρευνες που δίνουν επιστημονικές εξηγήσεις. Όχι, δεν είναι απαραίτητα τεμπέλης αυτός που κοιμάται πολύ, ούτε παραγωγικός στο έπακρο αυτός που αρκείται στις λίγες ώρες. Βάσει έρευνας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, η πρώτη διαφορά έγκειται στο φύλο του ανθρώπου. Έχει εξετασθεί το γεγονός ότι οι γυναίκες κοιμούνται σε γενικές γραμμές περισσότερο από τους άνδρες. Αυτή η διαφορά παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες μέσης ηλικίας, από 30 έως 60 ετών, με τη διάρκεια του ύπνου ανά ημέρα να ξεπερνά κατά μισή ώρα περίπου αυτή της ομάδας των συνομήλικων ανδρών.

 

 

Ενώ υπάρχουν σαφείς πολιτισμικές και κοινωνικές διαφορές που καθορίζουν σε κάποιο βαθμό την ώρα και τη διάρκεια του ύπνου κάθε λαού, φαίνεται πως είναι παγκόσμιο φαινόμενο οι άνθρωποι να ξυπνούν νωρίτερα και να κοιμούνται νωρίτερα καθώς μεγαλώνουν. Επιπλέον, οι άνθρωποι που περνούν μέρος της ημέρας του υπό το φως του ηλίου, βιώνουν έναν πιο ποιοτικό ύπνο από όσους εκτίθενται περισσότερο σε τεχνητό φως. Αυτό δικαιολογεί τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού έχοντας κοιμηθεί ακόμα και λιγότερες από τις συνιστώμενες ώρες, την ίδια στιγμή που το γκρουπ των ανθρώπων που περνούν το χρόνο τους σε τεχνητό φως να αποζητά παραπάνω ώρες ύπνου από όσες χρειάζεται πραγματικά.

Παράλληλα, μελέτη νευρολόγων από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο αποδεικνύουν ότι υπάρχει πραγματικό γονίδιο που έχει σχέση με το πόσο ύπνο έχει ένας άνθρωπος ανάγκη. Όσοι λοιπόν γεννιούνται με μια συγκεκριμένη γενετική μετάλλαξη αυτού του γονιδίου, είναι ικανοί να πορεύονται στη ζωή τους δίχως καμία έλλειψη μόνο με 6 ώρες ύπνου την ημέρα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πολλοί οι βιολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν το ωράριο του ύπνου και τη σχέση του κάθε οργανισμού με αυτόν, οπότε δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως το ερώτημά μας με αυτή τη γονιδιακή μετάλλαξη. Ωστόσο είναι άκρως ενδιαφέρουσα η περιπλοκότητα του ανθρώπινου οργανισμού και οι διαφορές μεταξύ μας.

Αυτές οι διαφορές, αλλά και άλλες, πιο άμεσα κατανοητές, είναι υπεύθυνες για τον ύπνο μας. Για παράδειγμα, η κακή διατροφή, εκτός των άλλων, λειτουργεί κατασταλτικά στον αποτελεσματικό και ποιοτικό ύπνο, καθώς τα βαριά και λιπαρά γεύματα, ή η υπερβολική στέρηση τροφής, πολύ συχνά προκαλούν στομαχικές διαταραχές που εμποδίζουν τον οργανισμό από την πλήρη ξεκούραση. Η μεγάλη ποσότητα καφεΐνης από την άλλη, όπως και το αλκοόλ, η νικοτίνη, εμποδίζουν τον σωστό νυχτερινό ύπνο λόγω πρόσληψης χημικών και τοξικών για τον οργανισμό ουσιών.

Άλλες συνήθειες που προτείνεται να αποφεύγονται για τη σωστή ρύθμιση του ύπνου είναι η πρόσληψη βιταμινών και συμπληρωμάτων κατά τις βραδινές ώρες, η υπερβολική χρήση οθόνης πριν τον ύπνο και η ζωή γεμάτης άγχος και στρεσογόνες καταστάσεις. Υπάρχουν βέβαια και παράγοντες που επηρεάζουν τη λειτουργία του ύπνου, που δεν είναι στο «χέρι» μας, αλλά γνωρίζοντας τα δεδομένα, μπορούμε να αποκτήσουμε μερικές συνήθειες για τη βελτίωση της κατάστασης αυτής. Αυτοί οι παράγοντες είναι ο υπερθυρεοειδισμός, η έλλειψη σιδήρου κι άλλων σημαντικών ιχνοστοιχείων και η κατάθλιψη.

Παράγοντες που βοηθούν αποτελεσματικά, εάν τους συμπεριλάβουμε στο πρόγραμμά μας καθημερινά είναι η φυσική άσκηση, ιδιαίτερα η αερόβια, η έκθεση στον ήλιο, η πρόσληψη ισορροπημένων γευμάτων και κατά προτίμηση το τελευταίο να μην πλησιάζει την ώρα του ύπνου και η επιβολή μιας ρουτίνας, όσο γίνεται, σχετικά με την ώρα έγερσης και της ώρα χαλάρωσης, καθώς το σώμα «θυμάται» κι ακόμα κι αν δυσκολεύεται, γνωρίζει πότε πρέπει να «κατεβάσει ρολά».

Έτσι, προσθέτοντας μικρές καλές συνήθειες στη ζωή μας, μπορούμε να βιώνουμε έναν πιο ποιοτικό ύπνο με λιγότερη διάρκεια και περισσότερη ενέργεια κατά την υπόλοιπη μέρα.  Δεν είσαι λοιπόν τεμπέλης εάν κοιμάσαι πολύ, μπορεί να φταίνε μερικά γονίδια, η ζωή που έχεις επιλέξει να κάνεις, οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες στις οποίες ζεις ή ακόμα το ότι τσεκάρεις το Instagram κάθε βράδυ πριν τον ύπνο.

Συντάκτης: Ίλυα Τρανούδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου