Ο Μεσαίωνας είναι η χρονική περίοδος από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα. Χωρίζεται σε 3 περιόδους, τον πρώιμο μεσαίωνα, τον ώριμο μεσαίωνα και τον ύστερο μεσαίωνα. Στον Μεσαίωνα υπήρχε έντονος διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων κι αναλόγως της οικονομικής επιφάνειας διέφεραν και οι διατροφικές συνήθειες. Το παράδοξο είναι πως οι πλούσιοι τρέφονταν πιο ανθυγιεινά αφού δεν είχαν σε μεγάλη υπόληψη τα φρούτα και τα λαχανικά, κατανάλωναν μεγάλη ποσότητα ζωικών προϊόντων όπως κρέας, γάλα και αυγά κι ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλ. Τα κατώτερα από την άλλη στρώματα τρέφονταν πιο υγιεινά, με λιγότερα λιπαρά και περισσότερες φυτικές τροφές.
Το νερό ήταν μια πηγή μολύνσεων σε μη ορεινές περιοχές κι έτσι ο κόσμος δεν το έπινε. Αντίθετα συνόδευαν τα φαγητά τους με αλκοολούχα ποτά, τη φθηνή μπίρα ή το ακριβό κρασί. Οι μόνοι που δικαιούνταν να κυνηγήσουν ήταν οι πλούσιοι και μάλιστα υπήρχε ποινή για όποιον εκτός της τάξης τους επιχειρούσε να κυνηγήσει. Τα όσπρια ήταν «το κρέας των φτωχών» ενώ όσοι είχαν βόδια και χοίρους τα κατανάλωναν σε ειδικές περιπτώσεις.
Διατροφικά, δεν άφηναν κανέναν μέλος του ζώου να πάει χαμένο. Έτρωγαν πίτες από εντόσθια ελαφιού, λουκάνικό από αίμα, πίτες αίματος, λαρδί, αγριόχοιρο, αρνί, λαγούς κι άλλα. Έτρωγαν συχνά σούπες από κρέας, μια γνωστή εκδοχή είναι η σούπα Chowder που περιλάμβανε ζωμό κρέατος ως βάση, βραστά λαχανικά, δημητριακά και όσπρια. Μια άλλη γνωστή επιλογή ήταν το βραστό κρέας σε νερό και μυρωδικά. Πολύ αγαπημένα μυρωδικά εκείνη την εποχή ήταν η κανέλα, το γαρίφαλο και το μοσχοκάρυδο τα οποία οι Ευρωπαίοι έπαιρναν από τις ανατολικές χώρες.
Aπό την άλλη, η μερίδα των ανθρώπων που δεν άνηκαν στους ευγενείς ή τους βασιλείς, συνήθιζε να τρώει φρούτα όπως μήλα και πολλά λαχανικά, όσπρια κι άγρια καρύδια. Τρέφονταν με αρκετά γαλακτοκομικά όπως μαλακά τυριά, κρέμα γάλακτος την οποία κατανάλωναν συχνά ως βάση σε σούπες. Μια γνωστή επιλογή σούπας ήταν η μπιζελόσουπα που έμοιαζε πολύ με τη σούπα χυλοπίτας καθώς και η σούπα “Lange Wortys de Chare” που αποτελείτο από λευκό και κόκκινο λάχανο, πράσο, μαρούλι, σκόρδο και κρεμμύδι. Το ψωμί δεν έλειπε από κανένα τραπέζι όμως οι φτωχοί έφτιαχναν το ψωμί τους από βρώμη, σίκαλη και κριθάρι που θεωρούνταν κατώτερης ποιότητας -φτηνά δημητριακά- ενώ οι πλούσιοι είχαν στη διάθεσή τους το καλύτερης ποιότητα σιτάρι. Έφτιαχναν μυρωδάτα ψωμιά με μπαχαρικά και βότανα, αυγό, γάλα, βούτυρο κι αλεύρι.
Τον μεσαίωνα έκανε την εμφάνισή του και το πρώτο αλκοολούχο κοκτέιλ το οποίο δημιουργήθηκε από τον Francis Drake το 1586 με σκοπό την θεραπεία των άρρωστων ναυτών. Το κοκτέιλ αυτό αποτελούταν από ρούμι, μέντα, τζίντζερ, λάιμ και ζάχαρη και ονομάστηκε El Draque. Ακολούθησε το Εγκ Νογκ το 1775 που αποτελεί μια χριστουγεννιάτικη παράδοση ιδίως στην Αμερική μέχρι και σήμερα. Περιλαμβάνει αυγό, ζάχαρη, γάλα, κρέμα γάλακτος, γαρίφαλο, κανέλα, μοσχοκάρυδο, βανίλια και μπερμπόν, ρούμι ή κονιάκ.
Σήμερα το γάλα αμυγδάλου είναι πολύ της μόδας κι αρκετοί το προτιμούν έναντι του αγελαδινού γάλακτος. Στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι καινούριο αφού το γάλα αμυγδάλου ήταν η επιλογή των πιστών σε περιόδους νηστείας αλλά και συχνή λύση των χωρικών που δεν είχαν τη δυνατότητα να έχουν ζωικό γάλα σε καθημερινή βάση. Επίσης, τα σημερινά fast food πήραν τη σκυτάλη από τα τότε street food. Γεύματα που μπορούσαν οι άνθρωποι να φάνε στο χέρι ενώ ήταν στον δρόμο ή σε κάποιο ταξίδι. Αυτά τα γεύματα ήταν ζεστές τηγανίτες τύπου pancakes, μικρές ατομικές κρεατόπιτες και γκοφρέτες.
Λόγω του ότι δεν υπήρχαν τα ψυγεία που έχουμε σήμερα οι άνθρωποι βρήκαν διαφορετικούς τρόπους να συντηρούν τα τρόφιμά τους. Έκαναν καπνιστά κι αποξηραμένα κρέατα τα οποία διατηρούσαν σε μείγμα με αλάτι και νερό, ξύδι και νερό ή λεμόνι και νερό. Με αυτό τον τρόπο αποθήκευαν και κάποια λαχανικά για να μπορούν να έχουν τροφή σε κακοκαιρίες.
Αν και μέσα στους αιώνες που πέρασαν οι διατροφικές μας συνήθειες έχουν αλλάξει κατά πολύ, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η σημασία του καλού φαγητού σε ένα ζεστό και φιλικό περιβάλλον δε θα αλλάξει ποτέ. Οι άνθρωποι, όσο τώρα τόσο και παλαιότερα εκτιμούσαν το καλό φαγητό και την ακόμη καλύτερη παρέα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου