Ημέρα Δευτέρα, γυρνάτε με ψώνια στο σπίτι έτοιμοι να αρχίσετε να στήνετε το παιδικό δωμάτιο. Κουβερτούλες, αρκουδάκια και μωρουδιακά ρουχαλάκια, να ‘ναι όλα έτοιμα από νωρίς, όχι επειδή χρειάζεται, αλλά περισσότερο επειδή ανυπομονείτε τόσο.
Ύστερα από αρκετή σκέψη, επιτέλους, αποφάσισες: φορμάκια στο πρώτο συρτάρι, καλτσούλες στο δεύτερο κι οι πετσέτες στο τρίτο. Στρώνετε και τα λευκά σεντονάκια στην κούνια κι αραδιάζεις κάνα δυο λούτρινα στη σειρά, απλά επειδή ο ενθουσιασμός σας θέλει να δει πώς θα μοιάζουν, επειδή θέλετε όλα να είναι στην εντέλεια για το μωράκι σας.
Ημέρα Τρίτη, στέκεστε στην πόρτα του δωματίου και χαϊδεύοντας τη ψιλοφουσκωμένη κοιλίτσα, οι σκέψεις σας κάπου εφάπτονται. Κοιτάζοντας την άδεια εκείνη κούνια προσπαθείς να φανταστείς το χαμόγελό του, το κλάμα του και τις φωνούλες που θα κάνει, όταν με το καλό έρθει κοντά σας. Το βλέμμα σου γυρνάει στο στολισμένο με παιχνίδια δωμάτιο και μαζί του γυρνούν κι εικόνες απ’ το μέλλον με εσάς τους τρεις μαζί· πώς θα το νανουρίζετε σ’ εκείνη την πολυθρόνα, πώς θα μετράτε τα αυτοκίνητα που περνούν έξω απ’ το παράθυρο, πώς μετά θα πρέπει να αντικαταστήσεις την πολυθρόνα με ένα γραφειάκι για όταν θα πάει σχολείο. Τα συναισθήματα απεριόριστα, ήδη πριν το πάρεις στην αγκαλιά σου κι η ζωή σας στρωμένη από τώρα στο μυαλό σας· κι ίσως έτσι θα ήταν το δίκαιο να γίνει.
Ημέρα Κυριακή, στέκεστε πάλι στην πόρτα του δωματίου, κοιτάζοντας εκείνη την άδεια κούνια, μόνο που τώρα οι τοίχοι μοιάζουν να στενεύουν κι η ανάσα σου δυσκολεύει. Όλα σου τα όνειρα χάθηκαν μαζί με εκείνο· σου κυλάει ένα ακόμη τελευταίο δάκρυ, πάνω που νόμιζες πως στέρεψες. Γιατί τώρα πονάει να ξέρεις πως αυτό το δωμάτιο θα παραμείνει άδειο. Επιστρέφετε στο σαλόνι κι εκείνος ανάβει τσιγάρο. Σιωπή. Κοιτάζεστε στα μάτια και δε μιλάτε, δεν έχουν τόση δύναμη οι λέξεις να περιγράψουν τον πόνο που νιώθετε. Εσύ όμως τον βλέπεις, σ’ εκείνα τα κόκκινα βουρκωμένα μάτια. Αγκαλιάζεστε και παραμένετε ακίνητοι, βλέποντας το κενό στη μαύρη οθόνη της τηλεόρασης.
Η επόμενη βδομάδα κυλάει κάπως έτσι. Συγγενείς και φίλοι θα σπεύσουν να σας παρηγορήσουν: «Θα ξαναπροσπαθήσετε», «Έτσι ήταν γραφτό να γίνει», καλοπροαίρετα μεν, χωρίς αποτέλεσμα δε. Διότι όποιος δεν το ζήσει, δεν αντιλαμβάνεται πως η αποβολή είναι μια απώλεια και κουβαλάει και το ανάλογο πένθος.
Πένθος για ένα μωρό που δε σας άφησε η μοίρα, ή ο Θεός, ή όπου πιστεύει ο καθένας να γνωρίσετε. Πένθος για το παιδί σας, το οποίο δε θα γυρίσει πίσω, ούτε απλά θα αντικατασταθεί απ’ το επόμενο. Και μαζί με εκείνο θάβετε κάπου βαθιά κι όλα σας τα σχέδια, όλη εκείνη την ανυπομονησία, την περιέργεια και την προσμονή. Πώς γίνεται εκείνο το πλασματάκι που νιώθατε ανάμεσά σας, μέσα στη φουσκωμένη κοιλίτσα, τελικά να μην το αγκαλιάσετε, να μην το νιώσετε στα χέρια σας ποτέ; Σε ποιον, άραγε, να έμοιαζε περισσότερο τελικά;
Θα μπορούσε να τους διαλύσει μόνο αν ήταν εγωιστές, αν ο καθένας προσπαθούσε να επιβληθεί υπολογίζοντας πόσο μεγαλύτερη είναι η δική του πληγή, αγνοώντας το τραύμα του άλλου, αν δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κατανοήσουν τον άλλο, αν δε σιωπούσαν όταν οι λέξεις θα ήταν απλώς ένας επώδυνος θόρυβος. Αν η αγάπη δεν ήταν αρκετή κι ο πόνος που τους έσκαψε τόσο βαθιά μπορούσε να αποκαλύψει το συναισθηματικό κενό.
Ο πόνος για το ζευγάρι είναι κοινός, όμως ο καθένας απ’ τους δύο τον περνάει μόνος του. Ένας πόνος που σε μουδιάζει. Άλλες φορές πάλι, όταν ο πόνος φεύγει για λίγο, νιώθεις απλά ένα κενό -το απόλυτο τίποτα μέσα σου. Αν όμως πέρα απ’ τη θλίψη είναι αμοιβαία κι η αγάπη, το ζευγάρι θα περάσει μαζί τα στάδια του σοκ, του θυμού και της απελπισίας, κι αν ο ένας μένει πίσω, ο άλλος θα τον επαναφέρει. Μία κοινή απώλεια κι ένα κοινό δράμα θα τους ενώσει περισσότερο, πιο ουσιαστικά, γιατί θα είναι οι μόνοι που θα ξέρουν ακριβώς τι περνάει ο άλλος δίπλα τους -τώρα θα είναι ο ένας για τον άλλον.
Όλα αυτά μέχρι να φτάσουν μαζί την κορδέλα του τερματισμού, το τελευταίο στάδιο της αποδοχής. Όταν θα αποδεχτούν, λοιπόν, πως αυτό που τους συνέβη δεν αλλάζει, έγινε, γιατί έτσι ήταν να γίνει. Επειδή όλα, όμως, συμβαίνουν για κάποιο λόγο, θα κρατήσουν τις όμορφες αναμνήσεις απ’ το ταξίδι τους –μέχρι εκεί που έφτασε– κι ύστερα πιο δυνατοί και πιο δεμένοι από ποτέ θα συνεχίσουν την κοινή τους πορεία. Εκείνος ο βουβός πόνος που πέρασαν θα γίνει βαθύτερη αγάπη και παρηγοριά στο πρόσωπο του άλλου. Δε θα ξεχάσουν ποτέ, αλλά πρέπει να συνεχίσουν. Μαζί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη