Χθες, εκεί, στην Clayton street, ήταν μια ψιλομεθυσμένη κοπέλα, με βουρκωμένα μάτια. Χθες, εκεί, στην Clayton street, ήταν που το χέρι που της κρατούσε εκείνος, έμεινε άδειο, χωρίς εκείνον. Εκείνη η κοπέλα ήμουν εγώ. Βουρκωμένη, απορημένη, μπερδεμένη. Ήμουν εγώ που σήκωσα τα μάτια μου ψηλά στον ουρανό κι αποκρίθηκα: «Γιατί παίρνεις πίσω ό,τι δίνεις;».
Χθες, εκεί! Σε εκείνο το θρανίο, ήταν που το μικρό αγοράκι είδε για πρώτη φορά να στέκεται στο παράθυρο μια πεταλούδα κι έμεινε με γουρλωμένα μάτια κι ένα πλατύ χαμόγελο να τη χαζεύει. Ένιωσε μια καλοσύνη. Ύστερα, η πεταλούδα πέταξε κι άφησε πίσω της μια αύρα ελπίδας, σαν ένας αγγελιαφόρος ζωής που ανήγγειλε την άνοιξη.
Χθες, σε εκείνο το απεριποίητο διαμέρισμα, μια γυναίκα φόρεσε μαύρα για να τιμήσει τον χαμό του άντρα της. Έκλαιγε, έσπαγε τα γυαλικά και μούγκριζε ασταμάτητα. Έπινε και κάπνιζε, ξανά έπινε και ξανά κάπνιζε. Κι όταν πλέον έφυγε ο θυμός και τελείωσε το ουίσκι, τράβηξε το παράθυρο, αντίκρισε το φως της μέρας κι είπε «Σ’ ευχαριστώ. Γιατί αγάπησα κι αγαπήθηκα».
Χθες, ένας άντρας στο ζενίθ ενός καβγά χτύπησε τη γυναίκα του. Πάγωσε κι ιδρώτας έτρεξε απ’ το μέτωπό του. Κοίταξε το χέρι του κι έκλαψε. Βγήκε απ’ το σπίτι του και φώναξε «Συγχώρα με!».
Χθες, ένα κορίτσι ρώτησε τον πατέρα του τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Τι χωρίζει το ηθικό απ’ το ανήθικο και ποιος το καθορίζει. Ποιος μας δίνει τη γραμμή πλεύσης για μια ζωή με βάση τη δικαιοσύνη. Κι ο πατέρας απάντησε «Η συνείδηση, η έμφυτη ικανότητα που μας δόθηκε κατά τη δημιουργία μας για να καθορίζουμε το ποιόν των πράξεών μας». Το κορίτσι μπερδεύτηκε. «Πώς δημιουργώ συνείδηση;» αναρωτήθηκε. «Πιστεύοντας στο ανώτερο, στο ένστικτο της αθωότητας, ή έστω πιστεύοντας ξανά στα παραμύθια» αποκρίθηκε ο πατέρας της.
Η ζωή δεν είναι εύκολη κούρσα. Παίρνει, δίνει, αντικαθιστά, εμφανίζει διλήμματα, σπέρνει πανικό, οργή, και ταυτόχρονα απαιτεί να έχουμε πίστη πως κάποτε θα βρούμε τη γη της επαγγελίας. Παράλληλα, από όλο αυτό το χάος που ανέφερα, τίθενται τα εξής ερωτήματα: Γιατί εκείνη τη νύχτα, στην Clayton street, σήκωσα τα μάτια μου κι απευθύνθηκα στον ουρανό, ψάχνοντας για μια εξήγηση; Γιατί η πεταλούδα έφερε μαζί της μια αύρα καλοσύνης να διδάξει στο αγοράκι; Γιατί η χήρα ξεπέρασε τον πόνο κι ευχαρίστησε για την αγάπη που της δόθηκε, κοιτάζοντας τον ήλιο; Ο οργισμένος άντρας από ποιον ζήτησε συγχώρεση; Και τέλος, τι είναι αυτό που ονομάζουμε «συνείδηση»;
Οι απαντήσεις δεν μπορούν παρά να ‘ναι υποθετικές, αέρινες, ουράνιες. Δε μιλάμε με μαθηματική ακρίβεια εδώ, δε βασιζόμαστε σε στοιχεία κι έρευνες. Ερμηνεύουμε κάτι που δε γνωρίζουμε αν υπάρχει, αλλά έχουμε την ανάγκη να το βρούμε μέσα μας. Όταν χάνουμε κάτι που αγαπάμε, δίχως αιτία, το μυαλό μας σοκάρεται. Έχει, συνεπώς, την ανάγκη να ζητήσει εξηγήσεις από κάτι ανώτερο, κάτι άυλο. Είναι μια εσωτερική ανάγκη και δε χρειάζεται επεξήγηση. Όταν νιώθουμε πληρότητα, όταν ο ήλιος γίνεται φίλος μας, όταν οι δυσκολίες χάνουν την αξία τους, ευχαριστούμε τη ζωή, ευχαριστούμε αυτόν που μας χάρισε ανθρώπους κι αγάπη. Δεν έχει πρόσωπο, αλλά δε χρειάζεται και να έχει. Όταν ένα παιδί νιώθει την άνοιξη, την καλοσύνη, όταν ανακαλύπτει την όμορφη όψη του κόσμου, εξαιτίας μιας πεταλούδας, σημαίνει ότι μια ενέργεια, μια θεϊκή μεμβράνη, μας υπενθυμίζει την ύπαρξη της ομορφιάς γύρω μας. Όταν ζητάμε συγχώρεση απ’ το άυλο, νιώθουμε την ύπαρξή του ή –έστω– αναζητάμε ένα χέρι να μας κρατήσει όρθιους.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την πίστη στο ανώτερο, καθώς η ζωή κι οι αντιδράσεις μας σε αυτή δεν έχουν χειροπιαστή επεξήγηση. Πολλές φορές τα συναισθήματά μας δεν είναι διαχειρίσιμα, μας καταπνίγουν, ψάχνουν απαντήσεις. Αναζητάμε τη συνταγή για μια ζωή συνειδητή, μια ζωή με ηθικές αξίες. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι καν προσδιορισμένο από κάποιον. Δεν υπάρχει σχολείο να μας το διδάξει, δεν υπάρχει κάποιος αλάνθαστος να μας πει πώς να πράξουμε.
Και πώς θα βρούμε τη γαλήνη; Κι αν πιστεύουμε σε κάτι άυλο, είμαστε τρελοί; Και ποιος έβγαλε νόμους για την τρέλα; Και πώς θα βρούμε τη συνείδηση; Υπάρχει; Δεν ξέρω… Κάτι όμως υπάρχει, κάτι ανώτερο και δε χρειάζεται να το ονομάσουμε «θεό». Μπορούμε να το ονομάσουμε «ανάγκη».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη