Αγαπημένε μου, ήμουν εγωίστρια όσο σε είχα. Ήμουν ανταγωνιστική και κτητική. Αντιδραστική και ξεροκέφαλη. Μα γιατί; Αφού ήσουν ο αγαπημένος μου, ήσουν ο έρωτάς μου.

Αγαπημένε μου, δε σε εκτίμησα όσο σε είχα. Ξεχνιόμουν σε αγκαλιές άλλων, σε σεντόνια ξένων άφηνα τη μυρωδιά μου. Μα γιατί; Αφού ήσουν ό,τι περισσότερο αγαπούσα, ό,τι χρειαζόμουν.

Αγαπημένε μου, σε παραμελούσα όσο σε είχα. Οι παρέες, βλέπεις, με ξελόγιαζαν, με γοήτευε αυτή η αναμελιά η κατάλληλη για την ηλικία μου. Μα γιατί; Αφού εσύ με έκανες πιο ευτυχισμένη.

Αγαπημένε μου, άντεχα στην ιδέα να ‘μαι μακριά σου όσο σε είχα. Η ελευθερία μού έκλεινε προκλητικά το μάτι κι εγώ τσίμπαγα. Μα γιατί; Αφού δεν ήσουν φυλακή, ήσουν αγάπη. Ή μάλλον έτσι νόμιζα.

Αγαπημένε μου, με κυρίευαν αμφιβολίες όσο σε είχα. Φαντασιώσεις που δε σε συμπεριλάμβαναν κατέκλυζαν το νεανικό μυαλό μου. Μα γιατί; Αφού εσύ τις εκπλήρωνες όλες, με μάθαινες τον έρωτα έτσι όπως κανένας άλλος δεν μπορούσε.

Όλα ψέματα! Όλα μια παρεξήγηση. Όλα ένα πανέμορφο θεατρικό, υπερεκτιμημένο ωστόσο. Γιατί τέτοια υποτίμηση, ξαφνικά, θα με ρωτήσεις, και θα ‘χεις και το δίκιο σου. Μα δεν το βλέπεις; Είχα μπερδευτεί. Αν ήσουν ο μοναδικός μου, δε θα άφηνα κανένα εγωισμό να επιτεθεί στην αγάπη μου για ‘σένα. Αν ήσουν ο αγαπημένος μου, καμία αμφιβολία δε θα δηλητηρίαζε την αγνή ψυχή μου.

Συγγνώμη αν σου καταστρέφω την ήδη κατεστραμμένη εικόνα μας, μα, με ξέρεις, είμαι παρορμητική, θορυβώδης, παιδάκι. Έτσι όπως ακριβώς με αγάπησες, ίσως με λίγο πιο τσαλακωμένη εικόνα πλέον. Ίσως με λίγη περισσότερη ανάγκη για προσοχή -αυτό το «ίσως» που το βάζω πάντα στις θλιβερές προτάσεις μου για να σε ξεγελάσω, πολύ το γουστάρω. Πού είχα μείνει; Α, ναι, εκεί που τα ισοπέδωνα αριστοτεχνικά όλα. Όσα ένιωσα κι όσα ήμασταν. Που λες, ναι, αν ήσουν το τέλειο, αν ήσουν ό,τι έψαχνα μια φορά κι έναν καιρό, δε θα ‘χα ξελογιαστεί από κανέναν κι από τίποτα. Απ’ τη στιγμή που το υπέροχο μυαλό μου το παρέσυραν κύματα ξένα, δεν ήσουν ό,τι με τόσο μόχθο προσπαθούσα να αποκαλώ «αγαπημένο μου».

Ύστερα, θα με ρωτήσεις, και γιατί; Γιατί όταν σε έχασα κόντεψα να τρελαθώ; Γιατί όλες οι αγκαλιές έχασαν το νόημά τους; Γιατί όλα τόσο πεζά και γκρίζα; Μήπως κατάλαβα την αξία σου εκ των υστέρων; Μήπως μας δολοφόνησα εν ψυχρώ χωρίς να το καταλάβω; Και τώρα, τι; Ένα κενό βαρύγδουπο, ένα κενό καλοχτισμένο, ειδικά για ‘μένα, τη δολοφόνο μας.

Μπα, έτσι νόμιζα για καιρό. Τώρα θα ‘ρθω πάλι να ισοπεδώσω τα πάντα μας. Ούτε δολοφόνο με ορίζω, ούτε κι αθώα. Ούτε ψεύτρα, μήτε κι ειλικρινή. Ημιτελή με ορίζω, με απόλυτη σιγουριά. Ημιτελή συναισθηματικά, ανολοκλήρωτη, λειψή. Όχι επειδή είμαι άπληστη ή ανασφαλής. Με ξέρεις, με αγάπησες, δεν είμαι τέτοια. Απλά δε βρήκα ακόμα την αγάπη που θα με ολοκληρώσει, που θα ντροπιάσει τα κουσούρια μου, να πάνε επιτέλους στο διάολο, να με αφήσουν να ευτυχήσω.

Είμαι πολύ ψυχρή απόψε που μιλάω, το ξέρω, δε με ‘χεις συνηθίσει έτσι –ούτε κι εγώ με ‘χω–, όλο εκπλήξεις είμαι, τελικά. Απόψε πετάω στο τραπέζι τη συγκεκριμένη εκδοχή. Αύριο ίσως αλλάξω γνώμη, ίσως κι όχι. Απόψε, όμως, δηλώνω, με σιγουριά ατράνταχτη, πως σε έχασα γιατί επέτρεψα να σε χάσω, γιατί το ονειρεύτηκα μερικές φορές, γιατί το θέλησα.

Κι όλο αυτό γιατί δεν ήσουν ο αγαπημένος μου. Όταν αυτός βρεθεί, ο φόβος μου να μην τον χάσω θα γεννήσει τον πιο όμορφό μου εαυτό. Τον πιο αυθεντικό, και δε θα προσπαθώ να με πείσω, δε θα ‘χω αμφιβολίες, δε θα ξελογιάζομαι, δε θα ξεχνιέμαι. Θα με κυριεύσει μια ευτυχία αυθόρμητη.

Δεν προσδοκώ την απουσία δυσκολιών, φυσικά. Εκείνες, οι άτιμες, πάντα θα υπάρχουν. Τώρα σου αναλύω την ψυχή μου στο ιδανικό της. Ίσως το ιδανικό της να ‘σαι κι εσύ, δεν ξέρω, όχι τότε όμως, όχι όπως ήσουν.  Ούτε τώρα, όχι όπως είσαι.

Αφηρημένες οι ιδέες μου, ίσως κι αφελείς, ίσως κι αλαζονικές. Αυτές έχω, όμως, απόψε να σου δώσω.

 

Συντάκτης: Eύα Μπάκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη