Πάνε χρόνια από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω σε μπαράκια. Όσοι ανήκαν πάντοτε στην απ’ έξω πλευρά της μπάρας θεωρούν πως πρόκειται για μια δουλειά απλοϊκή, με λιγοστές απαιτήσεις και καμία δημιουργικότητα. Ως επί το πλείστον, έχουν δίκιο. Μάλιστα, ακόμα κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που δουλεύουν πίσω απ’ την μπάρα δε βρίσκουν κανένα ιδιαίτερο νόημα στο να σερβίρεις ποτά και cocktails. Δεν έχουν άδικο. Είναι εν μέρει οι διασκεδαστές όσων γλεντάνε τα σαββατόβραδα. Είναι οι κλόουν των «ευνοούμενων». Δε χρειάζεται ιδιαίτερο ταλέντο για να σταθείς πίσω απ’ την μπάρα, όλοι μπορούν να το κάνουν.
Ωστόσο, η γοητεία αυτής της δουλειάς εμφανίζεται μόνο σε όσους επιλέγουν να τη δουν, σε όσους δεν είναι ρομποτάκια μιας κοινότυπης εξυπηρέτησης. Πίσω απ’ το μπαρ βρίσκεται η ζώνη παρατήρησης, το stage, κι οι απ’ έξω αποτελούν το κοινό, το πλήθος. Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ το κοινό, να το ψυχογραφώ, με στόχο να αφουγκραστώ τις διαφορετικές ιστορίες που κουβαλάει ο καθένας εκεί έξω. Έχω ακούσει πολλές αφηγήσεις, ιστορίες που μου είπαν άγνωστοι για ανθρώπους που αγαπούσαν. Άκουσα λέξεις που απευθυνόντουσαν σ’ άλλους και σκέφτηκα γιατί τα λόγια δε βρίσκουν ποτέ τον σωστό τους παραλήπτη, άραγε; Α, ναι, ξέχασα πως τα λόγια μάς εκθέτουν και δε μας αρέσει να τσαλακώνουμε την εικόνα μας. Κρίμα.
Βέβαια, έχω ακούσει κι ιστορίες όμορφες, γεμάτες γέλια, γεμάτες αυθεντικότητα, γεμάτες θαρραλέους ήρωες. Αυτές είναι οι αγαπημένες μου. Με κάνουν να ερωτεύομαι τη ζωή λίγο παραπάνω, να μην την αδικώ για όσα παίρνει και να την εμπιστεύομαι για όσα θα φέρει. Ναι, αυτές οι ιστορίες είναι οι αγαπημένες μου.
Όμως, όπως είναι προφανές, υπήρξαν πολλοί απ’ το πλήθος που δε διηγήθηκαν καμία ιστορία. Αυτούς τους παρατήρησα με παραπάνω προσοχή, για να καταλάβω τι ιστορίες θα μπορούσαν να ‘χαν αφηγηθεί, αν το επέλεγαν.
Θυμάμαι μια ήσυχη Κυριακή, τρεις διαφορετικές παρέες μέσα στο μαγαζί.
Ένας μεσήλικα μόνος στην μπάρα, πίνοντας ουίσκι. Σιωπηλός, ίσως και λίγο απογοητευμένος. Σκεπτικός και λίγο απορημένος. Σαν να έψαχνε μια λύτρωση η οποία ποτέ δεν ήρθε. Ίσως πάλι να περίμενε κάποιον να μοιραστεί το ποτό του. Ίσως να μετάνιωνε για όσους κάποτε θέλησαν να το μοιραστούν κι εκείνος τους έδιωξε. Όσοι κάθονται μόνοι τους στο μπαρ μου φέρνουν μελαγχολία. Γιατί είναι μόνοι; Οι μόνοι δε γελάνε, εκτός κι αν είναι τρελοί. Κι αν δε γελάνε, είναι άραγε ευτυχισμένοι;
Στην άλλη πλευρά του μαγαζιού, στο πασάκι που κοιτάει στο παράθυρο, ένα νεανικό ζευγαράκι. Φαίνονταν σαν να ‘χουν βρεθεί πρόσφατα. Είχαν αυτήν την ένταση στις κινήσεις τους, την ανατολή στα βλέμματα, την ευτυχία που μόλις σου έχει θυμίσει την παρουσία της. «Σ’ αγαπώ», νομίζω, άκουσα να της λέει και χαμογέλασα. Όμορφη φράση το «σ’ αγαπώ», γεμάτη ζωή, γεμάτη έρωτα, γεμάτη κουράγιο.
Στα VIP μια οικογένεια με τέσσερα μέλη. Γελούσαν δυνατά, όσο μοιραζόντουσαν δικές τους αστείες ιστορίες. Δεμένοι, αυθεντικοί. Ο πατέρας κρατούσε το χέρι της μητέρας σφιχτά, σαν να της έλεγε «Τα καταφέραμε» κι εκείνη τον κοιτούσε με λατρεία, σαν να απαντούσε «Ναι, τα καταφέραμε».
Μέχρι που όλα αυτά διακόπηκαν ξαφνικά, όταν άνοιξε η πόρτα απότομα κι έκανε την είσοδό του ένας μεθυσμένος. «Οι άνθρωποι λένε ψέματα!» φώναξε. Τι εννοούσε; Με φόβισε. Με προσγείωσε σε μια εκδοχή της πραγματικότητας που δεν ήθελα να ξέρω. Ναι, λέμε ψέματα, είναι μέρος του παιχνιδιού και μάλιστα αναπόσπαστο απ’ τη στιγμή που δεν είμαστε όσο τέλειοι θα θέλαμε να είμαστε. Λέμε ψέματα προσπαθώντας να γράψουμε την ιστορία μας όσο πιο όμορφα μπορούμε για τον εαυτό μας. Μερικές φορές τα ψέματά μας καταστρέφουν την πορεία των ιστοριών των υπολοίπων. Μερικές φορές, λέμε ψέματα στον εαυτό μας για να αντέξουμε την πραγματικότητα.
Όλες οι ευλογίες και τα εγκλήματα του τροχού της ζωής μας, αφορούν τις ιστορίες μας και τις ιστορίες των γύρω μας που αλληλεπιδρούν με τις δικές μας. Είμαστε οι ερασιτέχνες συγγραφείς της προσωπικής μας ιστορίας. Πράττουμε αριστουργήματα κι αυτό μπορεί να ‘ναι για εμάς αλήθεια και για τους άλλους ψέμα. Είμαστε το ψέμα κι η αλήθεια. Και παλεύουμε να δούμε μια ανατολή ως νικητήριο έπαθλο, χωρίς να ξέρουμε αν πραγματικά υπάρχει ή αν μας είπαν ψέματα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη