Πάντα υπάρχει χώρος για λίγη ακόμα τρυφερότητα. Ειδικά εκείνες τις στιγμές μετά από ένα θρασύ χαστούκι της ζωής, μετά από την αποδοκιμασία, ύστερα απ’ τη μεγάλη προδοσία. Όμως, ποτέ δεν είναι αρκετή η τρυφερότητα, υπάρχει κι άλλος χώρος. Αλλά δεν μπορούμε πάντα να τη λάβουμε από τον άνθρωπο που τη ζητάμε. Ίσως δεν καταλαβαίνει καν αυτή μας την ανάγκη. Ίσως είναι κι εκείνος απασχολημένος με τη δική του έλλειψη, ποιος ξέρει.
Πάντα υπάρχει χώρος για περισσότερη ασφάλεια. Κανείς δεν ένιωσε άβολα όταν την έλαβε. Σου δίνει, βλέπεις, μια παρότρυνση, μια επιβεβαίωση, μια σιγουριά γλυκιά κι ηδονική. Αλλά δεν μπορείς να την έχεις πάντα στο ζενίθ της. Βλέπεις, κι ο άνθρωπος δίπλα σου έχει φοβίες, κάνει σκέψεις ανασφαλείς, ανησυχεί. Τότε είναι που εκείνος αποζητά τη σταθερά του, τη συναισθηματική του επαλήθευση.
Πάντα υπάρχει χώρος για λίγη ακόμα αγάπη. Είναι το ομορφότερο συναίσθημα στον κόσμο, πώς θα μπορούσε κανείς να αντισταθεί ή να πει πως τη χόρτασε; Ωστόσο, ποιος ξέρει να αγαπάει απόλυτα και σωστά; Πήγε κανείς σε σχολείο για αγάπη; Υπάρχει κάποιος τόσο ανιδιοτελής κι υγιής που να σκέφτεται μονάχα το δούναι κι όχι το λαβείν; Γνώρισες κανέναν που να ξέρει να αγαπάει σωστά τον ίδιο του τον εαυτό για να αγαπήσει σωστά εσένα; Εσύ που κλαις και μιλάς για όσους δε σε αγάπησαν πραγματικά, αναρωτήθηκες αν τους αγάπησες ο ίδιος πραγματικά;
Δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη αλήθεια και καμία ορισμένη πραγματικότητα στον κόσμο που πλαστήκαμε. Όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Εκεί που ξεκινάει η ηθική μου, τερματίζει η δική σου. Εκεί που το ψέμα μου ανθίζει, εσύ πιστεύεις την ανύπαρκτη αλήθεια μου. Εκεί που ο φεμινισμός σου σού προσφέρει αυτό-εξέλιξη κι ανεξαρτησία, εμένα μου καταργεί παραδόσεις που με γοήτευαν. Εκεί η προστατευτικότητά μου πλέκει το δίχτυ της, εσύ πνίγεσαι μέσα σ’ αυτό. Εκεί που ο έρωτάς μου ανατέλλει, ο δικός σου δύει. Ακόμα κι εκεί που όλα δείχνουν ιδανικά και με κρατάς απ’ το χέρι, οι σκέψεις μας κάπου, έστω κι ένα δευτερόλεπτο, αποκλίνουν.
Για ποια σωστή αγάπη μου μιλάς, λοιπόν; Σε έναν κόσμο γεμάτο αντιφάσεις, με ποια λογική ψάχνεις να χωρέσεις ένα συναίσθημα στα μέτρα και τα σταθμά σου; Ούτε εσύ, μήτε κι εγώ ξέρουμε να αγαπάμε απόλυτα. Ξέρουμε να αγαπάμε όσο καλύτερα μπορούμε, όσο αντέχουμε με βάση την αγάπη που έχουμε να δώσουμε. Δε χρειάζεται να τρομάζεις, ούτε να συμπεραίνεις ματαιότητα. Καμία μάνα δεν αγάπησε το παιδί της όπως ακριβώς εκείνο ήθελε. Το αγάπησε με τον δικό της τρόπο, με τον πιο σωστό που μπορούσε η δική της πραγματικότητα να θεωρήσει. Δεν παύει, όμως, να το αγάπησε.
Κι εσύ, κάνοντας μια αναδρομή, δε θυμάσαι κανέναν εγωισμό να κλέβει την αγάπη σου; Κανένα πείσμα να τη θολώνει; Κανένα φόβο να την ακυρώνει τελείως; Εγώ θυμάμαι. Εγώ ξέρω πως ό,τι αγάπησα, δεν το αγάπησα σωστά. Πάντα το χειριζόμουν όπως η δική μου οπτική γωνία γούσταρε. Θυμώνω με τον εαυτό μου γι’ αυτό. Αν είχα την ευκαιρία, θα αγαπούσα πιο σωστά τα πάντα, μέχρι και τον εαυτό μου, που τον έσυρα σε σοκάκια βρόμικα με σημαία μια κάποια τάση αυτοκαταστροφής. Ναι, δε με αγάπησα, πολλές φορές με σπατάλησα στο όνομα μιας υποτιθέμενης αγάπης, που με έτρωγε σαν το σαράκι.
Δε μας διδάξανε αγάπη, ενώ είναι το πιο δύσκολο κεφάλαιο της ζωής. Και δε θα μας διδάξει κανείς, όσο και να διαμαρτυρηθούμε, γιατί κανείς δεν ξέρει τον σωστό τρόπο να αγαπήσει. Μονάχα, μπορούμε να μάθουμε τις διαφορετικές εκδοχές της και να εξασκηθούμε όσο περισσότερο μπορούμε σε αυτήν. Μονάχα, μπορούμε να μην την καλουπώνουμε, να μην την κάνουμε παραγγελιά. Μονάχα, μπορούμε να μην τη θεωρούμε δεδομένη, να μην ξεχνάμε να την ακονίζουμε, να μην τη φοβόμαστε.
Και σαν μια μέρα κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέπτη, εκεί προς το τέλος της ζωής σου, να πεις πως προσπάθησες με όση περισσότερη ανιδιοτέλεια μπόρεσες, κοντράροντας την άπληστη φύση σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη