Πάντα μου άρεσαν οι βόλτες χωρίς προορισμό. Φροντίζω, όμως, να ‘ναι απογευματινές, λίγο πριν χαθεί το γαλάζιο του ουρανού, τότε που ανάβουν τα φώτα της πόλης για να υποδεχθούν τη νύχτα. Αυτή η ώρα με ερεθίζει, μου προκαλεί μια τάση για σκέψεις κι αποφάσεις που πάντα ανακατώνουν τη ζωή μου. Πάραυτα, δεν μπορώ να σταματήσω τις βόλτες, είναι –βλέπεις– μια σαγηνευτικά μαζοχιστική συνήθεια, που την γουστάρω, κι ας φέρνει τα πάνω κάτω. Είναι οι στιγμές που τα βρίσκω ή τα χαλάω με τον εαυτό μου.
Τώρα περπατάω σε κάποιο σοκάκι της Αθήνας, δε με νοιάζει να μάθω πού ακριβώς βρίσκομαι, ούτως ή άλλως να χαθώ προσδοκούσα. Η Αθήνα! Με τα στραβοχυμένα της πλακάκια, με τα βρόμικα παγκάκια και τα μικρά, γραφικά, της μαγαζάκια. Πόσο άσχημα πανέμορφη πόλη, θεέ μου! Πόσο με γειώνει αυτή η ξερή πραγματικότητά της και πόσο με απελευθερώνει η άρρυθμη ποικιλία της.
Τώρα έχω χαθεί για τα καλά κι ανακουφίζομαι με τύψεις που πάλι έφυγα από εκεί που μ’ αγαπούσαν. Μα, δεν μπορούσα να μείνω, εγώ κατατάσσομαι στους μοναχικούς ανθρώπους, σ’ εκείνους που τρομοκρατούνται στην ιδέα της δέσμευσης, λες και πρόκειται για έναν γλυκό θάνατο.
Θυμάμαι και τη μητέρα μου, μια ζωή στο μπαλκονάκι του σπιτιού της, να διαβάζει και να περηφανεύεται για την ασφαλή μοναξιά της. «Δεν παίζεις την καρδιά σου στα χαρτιά όταν είσαι μονάχος» έλεγε. Θυμάμαι και τον πατέρα μου, πολύ ευτυχισμένο, με το ουισκάκι και το τσιγαράκι του να χαζεύει παλιές ελληνικές ταινίες, χωρίς να χρειάζεται να μιλάει σε κανέναν, απλά να χάνεται στις σκέψεις του, όπως εγώ τώρα. Νομίζω η μοναξιά πάντα γοήτευε την οικογένειά μου, κι ενώ υπήρξαν ένα μικρό διάλειμμα τα χρόνια ζήσαμε μαζί, εν τέλει, φυγαδευτήκαμε ξανά στο μοναχικό μας καταφύγιο.
Σκέφτομαι πως περνάνε τα χρόνια κι εγώ εξακολουθώ να φεύγω, ακόμα κι όταν θέλω να μείνω. Σαν κατάρα, σαν να ‘ναι η φυγή το ναρκωτικό μου και πάντα να κυλάω στην κατάχρησή της. Ωστόσο, δεν αρνούμαι πως φοβάμαι μήπως οι βόλτες δε σταματήσουν ποτέ, υποδηλώνοντας έτσι μια συνεχή αναζήτηση του εαυτού μου, μια κάποια έλλειψη που δεν ξέρω από πού πηγάζει.
Απ’ την άλλη γιατί φοβάμαι; Αφού από παιδί έμαθα πως οι άνθρωποι χωρίζουν και φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους την αγάπη. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ αποφάσισα να φεύγω πριν μ’ αφήσουν, αποφάσισα, υποσυνείδητα, πως η αγάπη είναι έννοια, είναι μια φυλακή με ηδονές, είναι κάτι που αργά ή γρήγορα αποτυγχάνει.
Όχι, δεν μπορώ εγώ ν’ αγαπήσω για πολύ κι ίσως δεν αγάπησα ποτέ πραγματικά, γιατί δεν πρόλαβα ποτέ να ζήσω μια σχέση ως το κόκκαλο. Καλύτερα! Μ’ αρέσουν οι απογευματινές μου βόλτες. Μου προκαλούν μια μαζοχιστική τάση για ενδοσκόπηση και την απολαμβάνω!
Περπατάω ώρες κι έχει πια βραδιάσει. Η νύχτα έχει μια μαγική ικανότητα να καταργεί όσα υποσχέθηκα στον εαυτό μου την ημέρα. Μελαγχολώ και σκέφτομαι μια φίλη, που πάντα μου μιλάει για το «μαζί», για το άλλο μας μισό που μας ολοκληρώνει ως υπάρξεις. Εκείνη έχει διαλέξει τη δύσκολη κούρσα της ζωής. Έχει πληγωθεί πολύ, έχει κλάψει, έχει αναθεωρήσει την υπόσταση της αγάπης πολλές φορές, μα πάντα στο τέλος σηκώνεται πιο αποφασιστικά και δυναμικά, ξεκινώντας και πάλι την αναζήτηση του «μαζί».
Όσες φορές πληγώνεται, βαθιά μέσα μου, χαίρομαι, γιατί νιώθω πως οι θεωρίες μου είναι σωστές. Όταν, όμως, είναι ξανά ευτυχισμένη, τότε, βαθιά μέσα μου, πανικοβάλλομαι, και ψιθυρίζω στον εαυτό μου: «Α, ρε μάνα, α, ρε πατέρα!».
Η φίλη μου μεγάλωσε διαφορετικά, με γονείς μονοιασμένους, γονείς που ‘ξεραν μόνο ν’ αγαπούν και να προσπαθούν. Της πέρασαν στο μυαλό από παιδί την παραμυθένια ιδέα του άλλου μας μισού, του «μαζί». Έτσι έμαθε, της αρέσει να σκέφτεται για δυο, να βρίσκει φάρους και ν’ αράζει, μέχρι να βρει το ένα και μοναδικό λιμάνι της. Στις καταιγίδες πάντα περιμένει τον ήλιο, ακόμα κι όταν ξέρει πως ίσως δεν εμφανιστεί. Έχει μια ανάγκη για ζωή αυτή η κοπέλα. Την λυπάμαι και την θαυμάζω ταυτόχρονα, καθώς εύχομαι να μπορούσα να της μοιάσω.
Τι σου είναι οι άνθρωποι, τελικά, όμως, ε; Ένας καθρέφτης των γονιών, μια συνέχεια στο αποτέλεσμα των αποφάσεών τους, μια εξέλιξη των προηγούμενων γενεών.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη