Δεν μπορώ να γράψω, δεν μπορώ να συγκεντρώσω τη σκέψη μου, να βάλω λόγια σε αυτά που νιώθω. Γράφω με δυσκολία. Ποιες λέξεις να διαλέξω; Εγώ που τις λέξεις τις λατρεύω και που χρησιμοποιώ πάντα τις κατάλληλες, αυτές που αντικατοπτρίζουν την αλήθεια μου. Τώρα δεν ξέρω τι πρέπει να πω, φοβάμαι, βλέπεις, και λίγο. Λένε, πως οι άνθρωποι που γελάνε συνέχεια, που μιλάνε πολύ, που έχουν ένα θράσος με τη ζωή, είναι δυνατοί. Μπα, σε γελάσανε, αυτοί οι άνθρωποι δείχνουν τον φόβο τους τα βράδια, όταν η ζωή ρίχνει αυλαία για μερικές ώρες. Και τώρα εγώ φοβάμαι, δεν ξέρω… Δεν ξέρω τι να αφηγηθώ, αν κι έχω την ιστορία μου έτοιμη.

Ας ξεκινήσω κάπως τυχαία και κάπως εσκεμμένα, όπως ξεκινήσαμε κι εμείς. Ας πω, λοιπόν, εσκεμμένα τυχαίες προτάσεις. Θυμάσαι; Κάναμε βόλτες σε όλη την πόλη και μιλούσαμε. Τρέχαμε να περάσουμε τους δρόμους με κόκκινο φανάρι. Έτσι, γιατί μας άρεσε να κάνουμε σαν παιδιά. Περνούσαμε τις γέφυρες και κοιτούσαμε από ψηλά την πόλη∙ όμορφη πόλη, σωστά; Και μιλήσαμε για τα απόμερα σημεία της ψυχής μας, και τα αφήσαμε να περιπλανιούνται στους τοίχους των μπαρ, να μας θυμούνται όταν περνάμε απ’ έξω, να νιώθουν ότι κάποτε εμείς υπήρξαμε εκεί. Αφήσαμε ακόμα τη μυρωδιά μας, τα φιλιά μας, τις ματιές μας.

Κι η πόλη θα μας θυμάται, για πάντα. Και δεν ξέρω αν θυμάσαι, αλλά όλα αυτά είχαν εξαρχής ένα προδιαγεγραμμένο τέλος. Όχι τυχαίο, μα σχεδιασμένο απ’ τη θυελλώδη πραγματικότητα. Ίσως ευτυχώς, ίσως δυστυχώς. Δεν ξέρω. Έχω σταματήσει πλέον να αναλύω τις αιτίες. Κατάλαβα, βλέπεις, πως η ζωή ξέρει τι παίρνει και τι δίνει, κατάλαβα τη σοφία της, και τη μικρότητά μου μπροστά της. Ευτυχώς που κατάλαβα. Μπορείς, ωστόσο, να το πεις κι υπεκφυγή της μίζερης αλήθειας, αν θες. Δε με νοιάζει, έχω σταματήσει να εξηγώ σε όσους δεν καταλαβαίνουν.

Προδιαγεγραμμένο τέλος, λοιπόν. Ή προδιαγεγραμμένη παύση, μην ξεχνάς πως εγώ δε θα σου πω αντίο. Τα απεχθάνομαι τα αντίο, όπως και σχεδόν κάθε είδους δήλωση. Όχι, δε θα πω τίποτα, καλύτερα έτσι. Μονάχα θα σε φιλήσω και θα σε δω να φεύγεις. Και ξέρεις τι θα καταλάβω; Πως τα ανεκπλήρωτα πάθη είναι αυτά που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Αυτά που αφήσαμε στη μέση, που τα διέκοψε βίαια η ζωή. Αυτά που δεν έφτασαν σε κορεσμό, που δεν τα καταστρέψαμε λόγο της έμφυτης ατέλειάς μας. Αυτά που άφησαν στη μνήμη μας κάτι έρωτες τα ξημερώματα, κάτι αγκαλιές τα απογεύματα, κάτι λόγια ανείπωτα, κάτι λάθη που θεωρήσαμε σωστά, κάτι αμαρτίες ηθικές.

Έγινα ξαφνικά πολύ ρομαντική. Είχα ξεχάσει πώς είναι. Ίσως γιατί είχα ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις. Έγινα, λοιπόν, ξανά μια πιτσιρίκα ονειροπόλα, και δε με νοιάζει αν σε κουράζω∙ αυτή είμαι, έτσι θα μείνω, δεν αλλάζω. Δογματική, ε; Σε ό,τι αφορά την αγάπη μου προς τον εαυτό μου, ναι, είμαι.

Θα σε φωνάζω, λοιπόν, «όμορφε ξένε». Κι εμένα θα με ονομάσω «τοσοδούλα», όπως συνήθιζες να με λες. Και θα αφήσω την αφήγηση ανολοκλήρωτη, χρησιμοποιώντας αποσιωπητικά, τα οποία μ’ αρέσουν κιόλας, κρύβουν ένα ερωτηματικό, αφήνουν τον αναγνώστη να επιλέξει τη συνέχεια. Κι είναι όμορφο να μπορείς να επιλέγεις.

Θυμάσαι; Μπλέκαμε τα ακροδάχτυλά μας για να νιώσουμε πιο κοντά. Πίναμε και γινόμασταν αστείοι. (Είναι κάτι νύχτες ποτισμένες στο αλκοόλ που γίνονται τραγούδι.) Θυμάσαι; Ανάβαμε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και λέγαμε ιστορίες. Πόσο μ’ αρέσει όταν μιλάω με ανθρώπους που έχουν κάτι να με μάθουν.

Τελείωσα. Δεν έχω άλλα πράγματα να πω, και σου εξήγησα πόσο δύσκολο μου ήταν να γράψω αυτή τη φορά. Καληνύχτα, όμορφε ξένε, καληνύχτα στο ανεκπλήρωτο, το προκαθορισμένο. Καληνύχτα στη μαγεία του να ξέρεις πως θα χάσεις κάτι, καληνύχτα στη ζωή που ξέρει τι παίρνει και τι δίνει.

 

Συντάκτης: Eύα Μπάκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη