Τις ήσυχες νύχτες, που τις μοιράζομαι μονάχα με τον εαυτό μου, συνήθως πίνω κρασί, καπνίζω και διαβάζω, έχοντας σιγανά στο background ανοιχτό το μικρό ρετρό ραδιοφωνάκι μου, να παίζει χαλαρή μουσική. Κάτι τέτοιες νύχτες με κυριεύει ένα δυσνόητο συναίσθημα, απροσδιόριστο ίσως. Είναι μια πληρότητα αυτοπραγμάτωσης, επειδή συνειδητοποιώ ότι έχω χτίσει ένα «εγώ» με το οποίο μ’ αρέσει να περνάω χρόνο, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν όλοι. Υπάρχουν κάποιοι που τον βαριούνται τον εαυτό τους, κι έτσι αποζητούν συνεχώς παρέες για να αποφύγουν την προσωπική τους αναμέτρηση.
Ωστόσο, εγώ κλείνω αρκετά ραντεβού με τον εαυτό μου και παίρνω μαζί και τη μουσική να μας κάνει παρέα. Απολαμβάνω να χάνομαι στις σκέψεις μου ακούγοντας τραγούδια. Είναι ένας τρόπος διαφυγής, ένα μέσο εξιλέωσης, ένας κόσμος που οι ιστορίες έχουν την αρχή και το τέλος που τους δίνω εγώ. Εγωκεντρική άποψη αλλά δεν είπα ποτέ πως είμαι τέλεια. Αν μπορούσα, θα ήμουν -αν και μερικά απ’ τα ελαττώματά μου ίσως να με γοητεύουν κιόλας. Η μουσική, λοιπόν, με κάνει να ξεψαχνίζω τον εαυτό μου, αλλά μερικές φορές μου ανοίγει άλλες πόρτες, παρελθοντικές, κι εκεί ζορίζομαι, γιατί δεν ελέγχω εγώ τη ροή της εξέλιξής τους.
Χθες το βράδυ, λόγου χάρη, εκεί που χαλάρωνα και σκεφτόμουν σενάρια δικά μου, το ραδιοφωνάκι επαναστάτησε κι έβαλε ένα τραγούδι που μου θύμισε εσένα. Το τραγούδι το δικό μας∙ το θυμάσαι; Όταν μοιραζόμασταν την ίδια αγκαλιά, όταν τα βράδια μου τα αφιέρωνα σε ‘σένα. Έχουν μεσολαβήσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά μόλις άκουσα τους στίχους, το παρελθόν έγινε ξαφνικά παρόν και με αναστάτωσε.
Πάλι βρήκε τρόπο η ζωή να σε θυμίσει, να σε φέρει λίγο πιο κοντά μου, να με εκνευρίσει που τότε, εκείνη την εποχή, δεν τα καταφέραμε. Νοστάλγησα το σώμα σου, νοστάλγησα το άγγιγμά σου, θυμήθηκα που μου αφιέρωσες εκείνο το τραγούδι λίγο πριν φύγεις, για να το ακούω μέχρι να ‘ρθω να σε βρω. Κι ήρθα, και τι κατάλαβα; Λίγο μετά έφυγες εσύ για λόγους που ακόμα παλεύω να εκλογικεύσω. Εκείνο το τραγούδι σε θύμισε, γαμώτο.
Δεν άντεξα να το ακούσω μέχρι τέλους, άλλαξα σταθμό, μα πάλι έπεσα σε πόρτα του παρελθόντος. Έπεσα πάνω σε μια ιστορία ακόμα πιο παλιά, στην οποία είχα επιλέξει εγώ την αναχώρησή μου. Θυμήθηκα εκείνον, το απωθημένο το μεγάλο, το παράνομο, το γοητευτικό. Το τραγούδι μου το ‘χε αφιερώσει ένα απ’ τα μετρημένα βράδια που μοιραστήκαμε σε ένα διαμέρισμα μικρό, κάπου στην Κόρινθο. Κι η μελωδία του έφερε στη μνήμη μου εκείνα τα φλογισμένα συναισθήματα που είχα για εκείνον, εκείνη την ασταμάτητη έλξη, εκείνη τη χημεία την ερωτική. Όλα τα περασμένα (μα όχι λησμονημένα) με επισκέφτηκαν εξαιτίας ενός τραγουδιού.
Πώς γίνεται, σκέφτομαι, να συνδέονται ακόμα κάποια τραγούδια με πρόσωπα που πέρασαν απ’ τη ζωή μας τόσα χρόνια πριν; Ίσως είναι η απόδειξη ότι οι άνθρωποι που μπήκαν σε αυτήν, θα κατοικούν εκεί για πάντα, και θα εμφανίζονται μια φορά στο τόσο για να μας θυμίζουν ότι κάποτε τους επιλέξαμε.
Κάποια τραγούδια είναι σύμβολα σημαντικών σταθμών της ζωής μας. Είναι τραγούδια που όποτε τα ακούμε, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν αγαπήσουμε ξανά –ίσως και περισσότερο αυτή τη φορά–, θα μας ταξιδεύουν πάντα σε μια άλλη εποχή, θα μας επιστρέφουν σε κάποια παλιά αγάπη ή –έστω– σε κάποια δυνατή καψούρα. Είναι κάποιοι στίχοι με τους οποίους ταυτίζονται οι ιστορίες μας, είναι κάποια λόγια που ίσως δεν είπαμε ποτέ εμείς, αλλά αφορούσαν όσα νιώθαμε, είναι στιγμές αποτυπωμένες στον χρόνο.
Αυτό το τραγούδι ήσουν εσύ, ήταν εμείς, κάποτε που προσπαθήσαμε και μετά χαθήκαμε. Αυτό το τραγούδι έχει κάτι απ’ τα σημάδια που χαράξαμε ο ένας στο σώμα του άλλου. Δε θέλω να καταλήξω κάπου, απλά, να ξέρεις, σε θυμήθηκα. Έτσι, για να ‘χουμε κάτι να λέμε, κάτι να περνάει η ώρα. Αυτό το τραγούδι μας θύμισε… Εσένα κι εμένα, μια φορά κι έναν καιρό…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη