Μια ντουλάπα, δεν έχει απλά αποθηκευτικούς χώρους. Σε εκείνη μπορούμε να βρούμε ποικίλες πληροφορίες για κάποιον. Η ντουλάπα μας, έχει το αγαπημένο μας χρώμα, το γούστο μας, το στιλ μας, την ακαταστασία μας ή την υπερβολική μας τάξη. Κι αν ψάξουμε λίγο καλύτερα, έχει κι άλλα… Έχει την ιδιοσυγκρασία μας, τις αναμνήσεις μας, το πρώτο μας ραντεβού και το τελευταίο. Η ντουλάπα μας, έχει τη μυρωδιά μας, τα ίχνη μας, τα νιάτα μας, τις τρέλες μας, τις διακοπές μας.
Εκείνο το μπλουζάκι απ’ τη συναυλία των Locomondo, που δε μας χωράει πια, αλλά το κρατάμε, ως μια ανάμνηση, κάτι σαν φωτογραφία. Μας θυμίζει την παρέα, με την οποία βρισκόμασταν εκεί, την κοπέλα που στηρίχτηκε στο τραπέζι μας κι έριξε κάτω όλα τα ποτά μας, τους φίλους μας που τραγουδούσαμε παρέα χοροπηδώντας «δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα, κρύο δεν έκανε ποτέ», σαν σχολιαρόπαιδα.
Το μπλε δερμάτινο μπουφάν μας, έχει ξεφτίσει στα μανίκια κι έχει φαγωθεί το λάστιχο στη μέση. Κι όμως, παραμένει στην ντουλάπα μας σε κυρίαρχη θέση. Και στη ζωή μας. Θέλουμε να το φοράμε για πάντα. Γιατί κάποτε το πρόσωπο που καψουρευτήκαμε τρελά μας είχε πει ότι είναι το αγαπημένο του κομμάτι απ’ την γκαρνταρόμπα μας. Το φοράμε κι είναι σαν να γυρίζουμε ταινία. Ή μάλλον σαν να βλέπουμε για πολλοστή φορά την ταινία «Η νεράιδα και το παλικάρι», παρακαταθήκη του ελληνικού κινηματογράφου. Την ξέρουμε, έχουμε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά όλες τις ατάκες της, κι όμως δεν τη βαριόμαστε ποτέ. Θέλουμε να τη δούμε και να την ξαναδούμε. Και τα συναισθήματα πάντα ίδια. Δε χάνουν ούτε σε γέλιο ούτε σε κλάμα, παρά την επανάληψη και την πολυχρησία.
Εκείνο το τζιν το ξεβαμμένο, που όσο και να μην το παραδεχόμαστε, το γνωρίζουμε όλοι ότι είναι για πέταγμα, αλλά εμείς δε θα το αλλάζαμε ούτε κι αν μας χάριζαν τα καλύτερα, σε όλα τα επίπεδα, τζιν παντελόνια που ράφτηκαν ποτέ! Μας βολεύει. Πάμε να πιάσουμε ένα άλλο τζιν, μα τελευταία στιγμή το αφήνουμε πίσω. Κι αν αποφασίσουμε να το φορέσουμε, νιώθουμε άβολα, κι ας μας πηγαίνει περισσότερο, σύμφωνα με τη γνώμη τρίτων. Έτσι, καταλήγουμε πάντα στο ίδιο. Αυτό που κάτω-κάτω έχει φαγωθεί, τα σκισίματά του άνοιξαν κι άλλο με τον καιρό, έχει κοπεί το θηλιά της ζώνης πάνω από 15 φορές κι εμείς το δίνουμε κάθε τρεις και λίγο στη μαμά μας να το ράψει. Έξαλλη η μητέρα, που κυκλοφορούμε έτσι και την κάνουμε ρεζίλι, που θα νομίζει ο κόσμος ότι δεν έχουμε να φάμε, που τόσα παντελόνια τι τα κρατάμε άθικτα μέσα στην ντουλάπα, να τα φάει ο σκόρος; Ποιος σκόρος να τα φάει, ρε μάνα, με τρία κιλά ναφθαλίνη που έχεις ρίξει;
Κι εκείνο το γιλέκο, δε γίνεται να τ’ αποχωριστούμε. Μας θυμίζει το πιο συναρπαστικό roadtrip που κάναμε μέχρι στιγμής. Το ψωνίσαμε στο Παρίσι, αυτή την πόλη, που στην είσοδό της μοιράζουν το φίλτρο του έρωτα και μόλις τη δεις την ερωτεύεσαι μια για πάντα! Κάθε φορά που το φοράμε, νομίζουμε ότι κάνουμε βόλτες στη Μονμάρτη και τρώμε στο πιο παλιό, γραφικό εστιατόριο, αυτό με τις παλιές ταπετσαρίες στον τοίχο, που πάντα προσέχαμε στις γαλλικές ταινίες –είμαστε και σινεφίλ, πώς να το κάνουμε;–, που βλέπαμε τις κρύες νύχτες του χειμώνα κουκουλωμένοι με το πάπλωμα ως τη μύτη! Κι όταν το φοράμε, βαθιά επηρεασμένοι απ’ τις αναμνήσεις μας, παραγγέλνουμε πάντα κόκκινο κρασί, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα έρθει στο στόμα μας η γεύση εκείνου του κρασιού, που μας έχει μείνει αξέχαστη!
Και φυσικά, η ντουλάπα μας φιλοξενεί κι εκείνα τα ρούχα-γούρια. Αυτά που τα πήραμε για να τα φορέσουμε στο πρώτο ραντεβού με τον έρωτα της ζωής μας και μας έφεραν τύχη. Όλα πήγαν καλά. Κι από τότε, τι κι αν χωρίσαμε κάποια στιγμή, τι κι αν ο έρωτας της ζωής μας ήταν πολύ μικρός, τελικά. Εμείς, σε κάθε πρώτο ραντεβού, αυτά φοράμε. Για να πάνε καλά τα πράγματα. Τα φοράμε και στη συνέντευξη για τη θέση που κυνηγάμε, τα φοράμε στα οικογενειακά τραπέζια, επιθυμώντας διακαώς να περάσουν αναίμακτα, τα φοράμε και στο γήπεδο γιατί θέλουμε να κερδίσει η ομάδα μας!
Τα φοράμε και τα ξαναφοράμε. Συνεπώς, ένα είναι το σίγουρο: Σε μια ασφυκτικά γεμάτη ρούχα ντουλάπα, από αυτά που δεν έχουμε τίποτα να φορέσουμε, εμείς πάντα θα διαλέγουμε τα χιλιοφορεμένα, πολυαγαπημένα μας δυο-τρία κομμάτια. Συναισθηματικά δεμένοι, αρνούμαστε να τ’ αποχωριστούμε, ακόμα κι αν έχουν λιώσει επάνω μας. Είναι χαρακτηριστικά της εμφάνισής μας, της προσωπικότητάς μας, είναι αναγνωριστικά. Με λίγα λόγια, δείξε μου την ντουλάπα σου να σου πω ποιος είσαι!
Έχουν γίνει ένα με το δέρμα μας, μα εμείς δεν πτοούμαστε, θα τα φορέσουμε ξανά και ξανά! Εκτός από εκείνο το γρουσούζικο, το μπεζ το φανελάκι, που όσες φορές το βάλαμε, μετρήσαμε συν ένα χωρισμό. Όχι, εκείνο το φανελάκι δεν το θέλουμε στην ντουλάπα μας, του δίνουμε το αντίο του και το πετάμε!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη