«Ήταν το καλύτερο Σαββατοκύριακο της ζωής μου»! Θα μπορούσε να ήταν τίτλος μιας ρομαντικής κομεντί… Ο Thomas κι η Λίζα ερωτεύονται. Τόσο όσο. Χωρίζουν. Χάνονται. Θα περάσει πολύς καιρός, μέχρι να συναντηθούν ξανά. Σε ένα βενζινάδικο. Κι οι δύο για να πάρουν τσιγάρα:
-«Ένα marlboro lights σκληρό, παρακαλώ».
-«Κι εγώ το ίδιο!»
-«Γεια, τι κάνεις;»
-«Α, γεια! Καλά είμαι, εσύ;»
-«Καλά κι εγώ, χρόνια έχω να σε δω!»
-«Όντως, να πάμε για καφεδάκι κάποια στιγμή!»
-«Ναι, αμέ, να πάμε!»
Εγώ η Λίζα, ο Thomas εσύ… Σε χαιρετάω και φεύγω. Και τον περιμένω αυτό τον καφέ, τον έχω φανταστεί πολλές φορές, τον έχω μελετήσει. Πού θα πάμε, πώς θα πάμε, τι θα πιούμε, τι θ’ αφήσουμε εκεί, πριν φύγουμε. Και περιμένω, εκείνη τη στιγμή, την κάποια, την τόσο απροσδιόριστη, μα εκείνη κάνει πείσματα και δεν έρχεται, με παιδεύει. Μέχρι που το πήρα απόφαση. Ειπώθηκε έτσι, απλά για να ειπωθεί, η γνωστή τυπικούρα. Τα φώτα σβήνουν…
Εκείνος ο καφές που δεν ήπιαμε είχε μέσα του όλα όσα ήθελα να σου πω. Είχε την ελπίδα ότι μπορεί να υπάρξει κι άλλος ένας. Είχε μέσα του τις δύο κρίσιμες σκηνές της μέχρι τώρα ζωής μου. Όπου κρίσιμη σκηνή είναι εκείνη που σου ανατρέπει τη σύγκρουση της ζωής σου. Από αυτές προκύπτουν εκείνες οι συζητήσεις στα σουηδικά, που κρύβουν μέσα τους έναν αναστεναγμό, για το πώς θα ήταν η ζωή σου αν η δράση σου ήταν διαφορετική. Αχ, αυτό το «αν» της ταινίας μας…
Ήθελα να τις μοιραστώ μαζί σου, λες και θ’ απενοχοποιηθώ, έστω μια στάλα, για τις αποφάσεις μου. Δύο ίδιες σκηνές, δύο αντίθετες –μα εξίσου λανθασμένες– αποφάσεις, που όμως έφεραν κι οι δύο από ένα σωστό αποτέλεσμα. Όλα τόσο μπουρδουκλωμένα, τόσο ανάκατα, τόσο σκοτεινά.
Ήθελα να σου πω ότι δεν πέρασε ούτε μία μέρα που να μην εμφανίστηκε στη σκέψη μου εκείνο το Σαββατοκύριακο. Φωτογραφίες πεταγμένες στο συρτάρι μου, θα μου θυμίζουν πάντα εκείνη την κρίσιμη σκηνή. Και δεν τις σκίζω, δεν τις καίω. Επιλέγω να τις αφήνω να με γυρίζουν πίσω. Είναι η αιώνια τιμωρία που επέλεξα για τον εαυτό μου. Μου αξίζει. Θα τις έχω για πάντα εκεί, να με βασανίζουν, να με γδύνουν μπροστά στα μάτια μου! Δε θέλω να ξεχάσω και δεν μπορώ. Κι ήθελα να το ξέρεις. Κι ήθελα να ξέρω κι εγώ πολλά. Μου χρωστάς όλα αυτά που δεν έμαθα για σένα.
Εκείνος ο καφές που δεν ήπιαμε, είχε μια κατάθεση ψυχής. Ήμουν ένας κεραυνός που έπεφτε στη γη και τη χαλούσε, μα κάποια συννεφάκια, ιδιαίτερα και ξεχωριστά, με μαλάκωναν πριν πέσω και γλυτώναμε το κακό. Ήθελα να σου πω ότι έγινα κι εγώ συννεφάκι, ν’ απαλύνω τους άλλους κεραυνούς, γιατί τους είδα! Τους γνώρισα. Δεν είχαν σκοπό ν’ ανάψουν πυρκαγιές. Δεν είχαν σκοπό να κάψουν χωράφια…
Ήθελα να σου πω ότι πολύ ευχαρίστως θα ‘δινα σ’ όλα μια κλοτσιά και θα έφευγα προς το άγνωστο μαζί σου. Μόνο μαζί σου. Γιατί μόνο εσύ με γνώρισες τόσο καλά, μέσα στον ελάχιστο χρόνο που μοιραστήκαμε. Γιατί σ’ εμπιστεύομαι με κλειστά μάτια. Γιατί μόνο εσύ άντεξες τον τρομακτικό εαυτό μου. Αυτόν, που δε θα τολμούσα να δείξω ούτε καν στον χειρότερο εχθρό μου!
Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη, για τον τρόπο που σου φέρθηκε ό,τι είχε απομείνει από εμένα. Να σου εξηγήσω ότι ταράχτηκε τόσο πολύ η ψυχή μου, που ήθελα να τη σκορπίσω, να μην την ξαναδώ, να μην την ξαναδεί κανένας! Όλοι μπορεί να σε συγχωρέσουν, μα ο εαυτός σου δε δείχνει σε σένα επιείκεια, δεν έχει να σου δώσει συγχωροχάρτι.
Εκείνος ο καφές που δεν ήπιαμε, είχε μέσα του το δικό μου πιο ωραίο Σαββατοκύριακο:
-«Πού πάμε;»
-«Αν σου πω ότι δε θέλω να πάμε κάπου εδώ κοντά, τι θα πεις;»
-«Μέσα. Πού λες να πάμε;»
-«Όπου μας βγάλει ένα τυχαίο αριστερά, δεξιά, ευθεία».
Πάνω από 300χλμ, πάνω από 300 νέες εικόνες, για να’ χω να θυμάμαι και να γράφω.
Μου λείπουν τα ανέμελα ταξίδια μας. Αυτά, που τραβούσαμε αυθόρμητα video clips πάνω στα δέντρα, αυτά που έπεφταν τ’ αστέρια βροχή σαν υπερθέαμα μπροστά μας. Μου λείπει η αθωότητα της νιότης μας, που την αφήσαμε στα χέρια ενός στυγνού εκτελεστή. Λεκιάσαμε τη ζωή μας, την πορεία μας, τα όνειρά μας. Χαθήκαμε. Ο ένας απ’ τον άλλον, μα κι ο καθένας απ’ τον εαυτό του. Χίλια ταξίδια ήρθαν κι άλλα τόσα καθ’ οδόν, μα κανένα δε θα ‘χει τη δροσιά, την περασμένη.
Εκείνον τον καφέ που δεν ήπιαμε, είχα διαλέξει να τον πιούμε στη θάλασσα. Σ’ εκείνη την ερημική παραλία, την αγαπημένη, που κάποτε κολυμπήσαμε στα νερά της, βουλιάξαμε στην άμμο της, κάναμε έρωτα αρμυρισμένοι, ηλιοκαμένοι κι υγροί. Άραγε, μπορεί να κρατήσει μια αιωνιότητα, ένας καφές και μόνο; Άντε να δούμε, ποιος θα μπορέσει να φύγει.
Ήθελα να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω ένα «φύγαμε!». Κι έτσι ήθελα να γινόταν. Αφού πρώτα θάβαμε, σ’ εκείνην την παραλία, τα λάθη και τα πάθη μας. Κι επειδή δεν τον ήπιαμε, νιώθω σακατεμένη. Δε θέλω να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι! Δε θέλω να προχωρήσω! Δε θέλω να ζήσω τίποτε άλλο. Δεν μπορώ ν’ αφεθώ, δεν μπορώ να μοιραστώ τις συνήθειες και τα κλειδιά μου
Συνειδητοποιώντας, τελικά, ότι δεν πρόκειται για ρομαντική κομεντί, αλλά για ένα σκληρό, κοινωνικό δράμα.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ που ήρθες. Στην υγειά σου…»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη