Ένα καρδιογράφημα είναι η ζωή μας! Στην ευθεία πεθαίνουμε. Τα ζιγκ-ζαγκ είναι που μας κρατούν ζωντανούς, δηλαδή, όλα όσα μας βγάζουν εκτός καθημερινότητας, εκτός προγράμματος. Οι μικρές αποδράσεις μας. Ακόμη κι ένα Σαββατοκύριακο με φίλους –απ’ τους καλούς– είναι αρκετό, για να βασιστεί επάνω του ολόκληρο σενάριο. Τραγελαφικό σενάριο.
Παρασκευή. Όλη η παρέα καβάλησε τις μηχανές κι έφυγε. Οι τελευταίες εναπομείνασες –οι δυο φίλες– οι αναποφάσιστες. Υπερφορτωμένο πρόγραμμα, «να πάω ή να μην πάω, θα προλάβω-δε θα προλάβω», πανικός. Τα τηλέφωνα χτυπούν: «Άντε ρε, ελάτε, μούχλα θα πιάσετε, φτάνει πια!». Θα πάνε…
Φορτώνουν τ’ αυτοκίνητο, βαθιά ανάσα, κλείνουν το διακόπτη, χαμογελάνε. Η πρώτη τους ανταμοιβή, η διαδρομή: ηλιόλουστη, καταπράσινη, ποτάμια, λίμνες, θάλασσα! Έλα, όμως, που δε φόρεσαν μια χάντρα θαλασσιά, έτσι, για το κακό το μάτι… Χάλασε το cd-player. Μα καλά, τώρα βρήκε κι αυτό; Δεν πειράζει, ευκαιρία να μιλήσουν για έρωτες.
Στάση πρώτη. Σούπερ μάρκετ, για να προμηθευτούν μπιρόνια, σνακ, πλαστικά πιατάκια, ποτηράκια. Παρκάρουν, κατεβαίνουν. Κοιτάζουν γύρω τους, κοιτάζουν η μία την άλλη. Όπα, τι γίνεται εδώ; Θα γίνει πόλεμος κι έτρεξαν ν’ αδειάσουν τα ράφια; Εγκαίνια! Καροτσάκια πάνε κι έρχονται, οι δυο φίλες –οι αναποφάσιστες– στέκονται μπροστά απ’ τον πάγκο με τα κρουασάν. Να πάρουν με μερέντα ή με μήλο και κανέλα; Καλά, μη σου τύχει τέτοιος προβληματισμός! Κοιτάζονται, γελάνε και ρίχνουν στο καρότσι τους το ένα κρουασάν μετά το άλλο. Και μήλο και κανέλα κι ό,τι θες! Γέμισε το καρότσι. Γέλια.
Στάση δεύτερη. Βενζινάδικο. «50€ κι ένα τσεκ τα λάδια μας, παρακαλώ». Πάει το παλικάρι να τσεκάρει. Δεν ξέρει την τύφλα του –πόσες πιθανότητες υπήρχαν για να συμβεί αυτό–, η ώρα περνάει. Τσούπ, σκάει μύτη τζιπάκι ενοικιαζόμενο, κατεβαίνει ο οδηγός, άσπρος και κοκκινισμένος, Άγγλος. «May I help you?», «Of course», τι να λέμε τώρα, όποιος μπορεί, μπας και φύγουν επιτέλους! Ένα «τσακ» κι όλα είναι εντάξει! Αποθεώνεται ο Άγγλος, απ’ όλους τους παρευρισκόμενους, λες και βγήκε στη σκηνή ροκ σταρ.
Στάση τρίτη. Πάγο πού πουλάνε, ρε παιδιά; Τόσα ψυγειάκια γεμάτα μπίρες, πρέπει να τις παγώσουν, για να μην τις δαγκώσουν τα διψασμένα –σε αναμονή– φιλαράκια. Ουπς! Χάθηκαν. Σιγά μην πάρουν τηλέφωνο τα παιδιά, θα ρωτήσουν 5-6 ντόπιους και θα βγάλουν άκρη!
Προορισμός. Αγκαλιές, φιλιά, γνωριμίες. Αστραπές, βροντές, καταιγίδες. Γεια σου λασπούρα, αντίο σκηνάκια… «Σε εμάς θα μείνετε, δεν το συζητάμε, χίλιοι καλοί χωράνε». Εννιά άτομα, υπνοδωμάτια δύο. Δωμάτιο πρώτο, κρεβάτια τρία: Σωκράτης-Αθηνά, Αλέκος-Βασίλης, Λεωνίδας. Δωμάτιο δεύτερο, κρεβάτια δύο: «Εγώ θα κοιμηθώ με τον Νίκο», «Τι σύμπτωση, κι εγώ!». Νίκος-Ζωή-Κατερίνα, Έντι. Ε, ρε γλέντια!
Πέρασε η μπόρα, ώρα για βόλτα. Ντε και καλά με τις μηχανές. Οδηγίες προς ναυτιλλόμενη φίλη: «Σφίγγεις με τα πόδια σου, το σώμα σου ακολουθεί το δικό μου». Να σου οι στροφές, η άσφαλτος έρχεται πιο κοντά τους, «Φτάνει, ρε παιδιά, θα τη γλείψουμε κιόλας;». Το κοντέρ ανεβαίνει κι η Ζωή θυμάται ό,τι έχει κυκλοφορήσει σε προσευχή! Εντάξει, έφτασαν. Ας περιπλανηθούν. Μιλιούνια ο κόσμος, θα συναντήσουν και κάτι γνωστούς απ’ το υπερπέραν. Όπα, όπα, βολτάρουν οι κουτσομπόλες, ώρα για τρολάρισμα. Ο Νίκος αγκαλιά με τα κορίτσια του, τη μια φιλάει, την άλλη χουφτώνει, τρίβουν τα μάτια τους αυτές. «Γεια σας κορίτσια, να σας συστήσω: Από εδώ η γυναίκα μου κι από εδώ ο έρωτάς μου». «Νίκο, με εκθέτεις», «Όχι, εμένα εκθέτεις, ρε Νίκο, έλεος!» . Πάει, τις έκαψαν τις γυναίκες…
Πληροφορίες λένε ότι στο διπλανό χωριό επικρατεί βαβούρα. Ε, τι, δε θα πάνε; Άντε ξανά καβάλα και γκααν γκαααν… Ουάου, τι γίνεται εδώ; Ο Έντι βρήκε τη χαρά του. Ποτά-γυναίκες-μηχανές, ποτά-μηχανές, ποτά… Πολύ θέλει ο άνθρωπος; Σκνίπα ο δίμετρος, «μπαμ-μπουμ», μηχανή τέλος! Γυρίζουν στην αυλή, ο Έντι παρέα με τη σούρα του, μια εξάτμιση κι ένα πλαστικό, ό,τι είχε απομείνει απ’ τη μέχρι πριν λίγο, limited edition Africa του. Μμμ… Ώρα για ταινία. Προτζέκτορας, όχι αστεία.
Κυριακή. Καλά ξυπνητούρια. Ποιανού πόδι είναι αυτό, τι είναι αυτό που προεξέχει. Χρειάστηκε κάνα μισάωρο, να βρει ο καθένας τα μέλη του σώματός του, μα όλα καλά. Σαν ζόμπι τρέχουν προς την κουζίνα, να φτιάξουν καφέ! Βόλτα κανείς; Βόλτα όλοι! Ρυάκια, ποταμάκια, βουνά, βάθρες. Η φύση σε όλο της το μεγαλείο! Τι κι αν δε πήρανε μαγιό, βουρ και μπλουμ! Αν δεν είναι αυτό παράδεισος, τότε τι είναι;
Επιστροφή στην αυλή. Η Ζωή, που κάποτε έβγαζε δίπλωμα για μηχανή, αλλά, τελικά, αντί για την Kawasaki που είχε βάλει στο μάτι, πήρε καροτσάκι, λόγω ανωτέρας βίας: «Αυτό ήταν. Θα πάρω μηχανή». Έντι: «Πουλάω μια Africa του κουτιού». Γέλια.
Το τρίπτυχο Κατερίνα-Νίκος-Ζωή, θα συνεχίσουν για νέες περιπλανήσεις, αμαξάτες αυτή τη φορά. Κάτι γυρνάει στο αμάξι, μέχρι να δει η Ζωή, δυο περιπολικά μπροστά τους. Σοκάρεται, ένα κεκτημένης ταχύτητας «σβιν» και πάει το μυρωδάτο. Ο Νίκος, με μάτια που βγάζουν σπίθες, της ρίχνει εξάψαλμο. Τρέμοντας η Ζωή, μονολογεί: «Πώς θα γλυτώσω απ’ του Χάρου τα δόντια, χίλιες φορές να μ’ έπιαναν οι αστυνομικοί!». Γελάνε και συνειδητοποιούν ότι είναι ευλογία που έχουν ο ένας τον άλλο, τα μαύρα, τα άσπρα και τα χρωματιστά τους είναι περιττά!
Ώρα για φαγητό. Ψητοπωλείο 1: Τρία σουβλάκια, 1,5 ώρα αναμονής. Τους τέλειωσαν, λέει, τα κρέατα! Ψητοπωλείο 2: «Μόνο λουκάνικο έχω, παιδιά», «Ε, βάλε μας λουκάνικο», «Χοντρό ή ψιλό; ». Γέλια. «Δύο χοντρά για τα κορίτσια μου κι ένα ψιλό για μένα, να μη μου κακοπέσει».
Δευτέρα. Η επιστροφή. Έφτασαν στα διόδια. Μπροστά η Φούλα, πίσω οι μηχανές. Ένας Ελληνάρας, αλλάζει λωρίδα, χτυπάει τη Φούλα. Οι φίλες κορνάρουν κι αυτός τις βρίζει. Ντου από παντού. Ή έχεις φίλους ή δεν έχεις! Τον περικύκλωσαν και δώσε πόνο. Φεύγει, φεύγουν και τα κορίτσια. «Ευχαριστούμε, αγόρια» κι όλα καλά! Restart και παίζει το cd. Γιούπι!
Τρίτη. «Κύριε, έτοιμο το σενάριο που ζητήσατε». «Μπράβο, Ζωή. Ελπίζω να ‘ναι μυθοπλασία». «Εγώ ελπίζω να γίνει πραγματικότητα». Γέλια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη