Πάει καιρός που δε νιώθεις καλά. Πνίγεσαι. Έρχεται το πρωί κι εσύ δε θέλεις να ξυπνήσεις. Δε θέλεις να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι, δε θέλεις να διασχίσεις το χολ, δε θέλεις να φτάσεις στην κουζίνα, για να φτιάξεις καφέ. Θα ‘θελες να ‘χεις δυο φτερά, να τα φορούσες, να έβρισκες μια μικρή χαραμάδα στον τοίχο και μ’ ένα «σβιιιν» να εξαφανιζόσουν.
Τα βράδια είναι πιο ζόρικα. Δε θέλεις να γυρίσεις σπίτι. Δεν αντέχεις ούτε καν τη διαδρομή για το δωμάτιό σου! Περασμένα μεσάνυχτα, επιστρέφεις. Η αναπνοή σου υποχωρεί όλο και πιο συχνά. Ο γιατρός σου υπενθυμίζει όλα αυτά που ήδη ξέρεις και σκόπιμα αγνοείς. Πρέπει να κοιμηθείς. Ξαπλώνεις, τίποτα. Σε περικλείουν σκέψεις από παντού. Την έβγαλες κι αυτή τη μέρα. Κάτι σε τρώει, στέκεται ακριβώς μπροστά σου, περιμένοντας να το δεις. Είναι η ιδέα του να φύγεις…
Το πρωί δεν ξυπνάς με όρεξη πια. Ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις αρνητικές, μαύρες, σκιές, να περνούν απ’ τους τοίχους και να κατευθύνονται προς εσένα. Ο φόβος θα σε φέρει πιο κοντά στην ιδέα. Αυτό ήταν, λοιπόν. Θα μετακομίσεις. Περνάς στο επόμενο βήμα…
Μια μετακόμιση, όμως, δεν έχει μόνο χαρτοκιβώτια. Έχει αναμνήσεις, μυρωδιές, συναισθήματα, άγχη, όνειρα. Κλείνεις τα μάτια σου και διεισδύεις μέσα στο χρόνο. Μετακινείσαι με ειδικό λεωφορείο και χαζεύεις απ’ το παράθυρο σκόρπιες στιγμές της ζωής σου. Όσο σου αφήνουν μια αίσθηση απαλή, συνεχίζεις. Κάποια σημεία, όμως, είναι δύσβατα. Κοιτάζεις απ’ το παράθυρο κι αυτό που βλέπεις σε πονά. Σου σπάει τα κόκαλα. Πατάς το κουμπί και κατεβαίνεις. Θα μπεις όσο πιο μέσα στην ανάμνηση γίνεται, θα την ζωντανέψεις κι έπειτα θα την σβήσεις. Καράβι αγκυροβολημένο, τα κύματα έτοιμα να το σπρώξουν στον προσκρουστήρα κι εσύ κόβεις το σκοινί. Άγκυρα τέλος. Σαλπάρεις, για να μη σαλτάρεις!
Τώρα το κέικ θα μυρίζει αλλιώς. Θα βρίσκεις εύκολα τα καπάκια απ’ τα τάπερ. Θα έρθει η Τρίτη και θα ξέρεις ότι δε θα φας ντε και καλά ψάρια. Στο ντουλάπι δε θα βρίσκεις μερέντα, εκτός κι αν την έχεις φτιάξει εσύ. Το μπάνιο σου δε θα μυρίζει λακ, τ’ άσπρα σου δε θα ξαναγίνουν ροζ, μα κι αν σου γίνουν θα ‘ναι δική σου η ευθύνη.
Χαρμολύπη. Χαίρεσαι που θ’ ανασαίνεις επιτέλους ελεύθερα, χαίρεσαι που δεν θα ‘σαι αναγκασμένος να κάνεις ησυχία ή να εξηγείς τα αυτονόητα σε ανθρώπους που έχουν επιλέξει να μη δουν την πραγματικότητα και σου πλασάρουν κάτω απ’ το τραπέζι το παραμύθι που θα ‘θελαν να ζήσουν. Χαίρεσαι που δε θ’ ακούς φωνές, μ’ εκείνη τη χροιά που σου τρυπάει τ’ αφτιά και τον εγκέφαλο. Χαρά συνοδευόμενη από λύπη, σε χορό ξέφρενο και χωρίς συγκεκριμένο ρυθμό.
Λυπάσαι που φεύγεις. Λυπάσαι που αφήνεις πίσω σου το πιο σκοτεινό μα και το πιο οικείο περιβάλλον σου. Λυπάσαι, επειδή θυμάσαι ότι ούρλιαζες για βοήθεια σε ανθρώπους που έκλειναν τα μάτια και τα αφτιά τους. Λυπάσαι που βλέπεις γύρω σου ανθρώπους νεκρούς, που παραδόθηκαν στο θάνατο πριν καν πεθάνουν. Λυπάσαι που πούλησαν την ψυχή τους στο διάβολο και πάτησαν επί πτωμάτων, μόνο και μόνο για να μπορέσουν οι ίδιοι να αντέξουν τους άχαρους εαυτούς τους.
Λυπάσαι, γιατί μες στη φιλοδοξία σου υπερεκτίμησες τις δυνάμεις σου και πίστεψες ότι μπορείς να τους σώσεις, κάτι που θα ήταν ωφέλιμο και για σένα. Λυπάσαι, που έκανες τα πάντα για να τους δείξεις τον ουρανό, κι εκείνοι επίμονα κοιτούσαν το δάχτυλο. Λυπάσαι ακόμα και για το χρόνο που ξόδεψες, την ενέργεια που κατανάλωσες, τα αγκάθια που κατάπιες, λαχταρώντας μια ανακωχή. Είναι επώδυνο να επιθυμείς διακαώς ένα φως κι αντί αυτού να παίρνεις μόνο σκοτάδι, που όσο πάει μαυρίζει όλο και πιο πολύ.
Σε κυριεύει ο φόβος. Φοβάσαι τον εαυτό σου πια. Βρεγμένος ως το κόκαλο, καμιά βροχή δεν έμεινε να φοβάσαι, κανένας νόμος δεν είναι ικανός να σε σταματήσει, καμιά συγγνώμη δεν αναπλάθει τα εγκαύματα της προμελετημένης φωτιάς. Οι κούτες όλες έτοιμες στη σειρά. Το νέο σου σπίτι σε περιμένει. Θα έχει στη διεύθυνσή του την ελευθερία και για αριθμό κάποιο ψηφίο αγάπης. Ρετιρέ. Μικρό, γιατί χόρτασες από μεγάλα σπίτια, μεγάλα λόγια, μεγάλες σιωπές.
Βάζεις ρούχα στην ντουλάπα, βιβλία στη βιβλιοθήκη, μαγνητάκια απ’ όλα τα μέρη που έχεις πάει στο ψυγείο. Καφετιέρα στον πάγκο, πιάτα στα ράφια, κατσαρολικά στα ντουλάπια. Το συνεργείο τοποθετεί τις κάμερες κι εσύ βάζεις στο σύνθετο τις κορνίζες με τις αγαπημένες σου φωτογραφίες. Η ορκωμοσία σου, η πρώτη φωτογραφία του παιδιού σου, το ηλιοβασίλεμα στη Νίσυρο, το σκυλάκι σου που κουρνιάζει στα πόδια σου και σε τρελαίνει! Κι εκείνη με την αρκούδα και την αλεπού, που δε σου αρέσει καθόλου το χρώμα στα μαλλιά σου, αλλά σου θυμίζει τον ενθουσιασμό των παιδιών σου σ’ ένα απ’ τα ταξίδια, από εκείνα τα δικά σας.
Ανοίγεις την τελευταία κούτα. Την αγαπημένη σου. Ένα χαρτοκιβώτιο γεμάτο όνειρα και σχέδια. Τα ξεφορτώνεις και τ’ απλώνεις πάνω στο στρώμα και το χαλί. Τα πιάνεις στα χέρια σου και τους μιλάς: «Εσύ, στο δεύτερο συρτάρι, δεν είσαι για τώρα, θα πρέπει να κάνεις υπομονή. Εσύ πολύ μου άργησες, μπαίνεις στο πρώτο συρτάρι, με κόκκινο αυτοκόλλητο -σήμα προτεραιότητας. Αχ, για να σε δω εσένα, σχεδόν σε είχα ξεχάσει! Θα με ζορίσεις πολύ, αλλά θα σε ξεκινήσω πρώτο. Δε θέλω τη μυρωδιά σου στο σαλόνι μου, δε θέλω την πίσσα σου στο σώμα μου, δε θέλω τις γόπες σου στο τασάκι. Θα γίνεις Βουδαπέστη, θα γίνεις Disneyland και πύργος του Άιφελ, θα γίνεις ό,τι ποθούν τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει στη ζωή μου».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη