Γυρίζω σπίτι απ’ τη δουλειά και βρίσκω τρία προσκλητήρια γάμου στην τραπεζαρία. Καλά, ρε παιδιά, όλοι μαζί βρήκατε να παντρευτείτε; Τη μάνα μου δεν τη σκέφτηκε κανείς; Ξαφνικά την βλέπω! Καρφιτσωμένη η φρίκη στο πρόσωπό της, το βλέμμα της βγάζει φωτιές! Ε, ρε κατακαημένη Ρούμελη, τι σου ‘μελλε να πάθεις… Φτάνω στο δωμάτιό μου προβληματισμένη. Όχι για τη μάνα μου, αυτήν την έχω συνηθίσει. Αυτή τη φορά, με προβληματίζουν οι γάμοι που πρόκειται να γίνουν. Το σκέφτηκες καλά, ρε ξαδέρφη;
Μου τη δίνουν οι γάμοι! Για την ακρίβεια, μου τη δίνουν οι άνθρωποι που παντρεύονται! Για μένα, τη χαζορομαντική, ο γάμος είναι ιερό πράγμα. Στέκεσαι ενώπιον του Θεού κι ενώνεσαι εν παρουσία του με τον άνθρωπό σου. Δεν είμαι κατά του γάμου. Του γάμου από έρωτα. Όχι από βόλεμα ή ανασφάλεια. Άραγε, πόσοι παντρεύονται από έρωτα;
Κι εκεί που φουσκώνω σαν παγόνι, γεμάτη περηφάνια για το ήθος και τις αξίες μου, ανοίγει την πόρτα του δωματίου μου –πάντα χωρίς να χτυπήσει, λες και θ’ανακαλύψει τα μυστικά του κράτους– η μαμά μου. Στην τσίτα η μανούλα μου και πώς να μην είναι; Δυο κόρες ανύπαντρες, δε βλέπει και φως στο τούνελ. Όχι, εντάξει, μανούλα μου, εγώ τον σκέφτομαι σοβαρά το γάμο. Μου μένει ν’ αποφασίσω αν θέλω νύφη ή γαμπρό. Κατά τ’ άλλα είμαι έτοιμη για το μεγάλο βήμα. Εντάξει, δε θα την αποτελειώσω, θα κρατηθώ.
Θυμάμαι τη διήγηση μιας φίλης μου, ετών 40: Βρισκόταν σε οικογενειακό τραπέζι, μαζεμένο όλο το συγγενολόι, τη ζάλισαν την κοπέλα, «άντε, μόνο εσύ έμεινες, πότε θα φάμε κουφέτα» και τέτοια χαρμόσυνα. Σηκώνεται η σκορπίνα μου, λες και θα βγάλει λόγο: «Λοιπόν, για να τελειώνουμε, είμαι λεσβία!». Από τότε, γλύτωσε απ’ τις γνωστές απορίες, ίσως κι από καμιά θεία της, δεν ξέρω… Πάει κι αυτή, παντρεύτηκε πριν 3 μήνες. Κι εσύ τέκνον Βρούτε;
Το παίρνω απόφαση, που λες, θα πάω σε γάμο. Α μπε μπα μπλομ, γιατί είμαι και δίκαιο κορίτσι. Θ’ ακούσω και τα κλαρίνα μου και θα γουστάρω. Διάβασα και μια έρευνα πρόσφατα και μ’ έχει επηρεάσει. Στους γάμους, λέει, φλερτάρει πολύ ο κόσμος. Δηλαδή, πηγαίνει κόσμος σε γάμο, με σκοπό να βγάλει γκομενάκι! Χριστέ μου, πού ζω; Προσπερνώντας τις αντιλήψεις μου, θα πάω, έτσι, για να ‘χω άποψη περί του θέματος, βρε παιδί μου!
Παίρνω τηλέφωνο την ξαδέρφη μου, σ’ αυτήν έπεσε ο κλήρος: « Καλά, ρε, φέτος που θα πηγαίναμε Μύκονο, αποφάσισες να παντρευτείς;». «Έλα, ρε ξαδέρφη, θα πάμε Μύκονο, μην ανησυχείς. Απλά θα είναι κι ο Μπάμπης μου μαζί μας, μαζί μ’ ένα φίλο του, τον Δημήτρη. Ωραίος τύπος, θα τον γνωρίσεις στο γάμο». Όπα, κάτσε, τι γίνεται τώρα; Στους γάμους γνωρίζονται οι φίλοι του γαμπρού με τις ξαδέρφες της νύφης; Α, αρχίζει να μ’ αρέσει αυτή η εξέλιξη! «Βρε Γιώτα, και πώς θα τον γνωρίσω; Θα έρθεις να μου τον συστήσεις την ώρα που θα κάθομαι δίπλα στη μαμά μου και τη θεία Σμαρώ;», «Καλά, δεν ξέρεις πώς γίνονται αυτά; Το γλέντι ξεκινάει στις 20:00. Οι μεγάλοι μέχρι τις 00:00, θα το ‘χουν διαλύσει. Θα μείνουμε η νεολαία και θα διασκεδάσουμε ως το πρωί!». «Α, έτσι πες μου, τώρα ησύχασα!».
Η Κυριακή δεν άργησε, έφτασε η ώρα του γάμου. Ευκαιρία να κάνω κι απόσβεση σ’ εκείνο το μαρκέ φόρεμα, που έσταξα τόσα για να το πάρω κι ακόμα αναρωτιέμαι γιατί! Έφτιαξα και μαλλί, μανικιούρ-πεντικιούρ, κοκεταρία σου λέω! Με το που φτάνω στην εκκλησία, σταμπάρω μελαχρινό, δίμετρο, με αυστηρό βλέμμα. Κολλάω. Με κοιτάζει. Γυρίζω κεφάλι απότομα, από ντροπή. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως οι κινήσεις μου να ήταν τόσο γρήγορες, μπορεί και να ‘μοιαζα με την πρωταγωνίστρια απ’ τον Εξορκιστή. Αμέσως σκέφτομαι, μήπως είναι αυτός ο Δημήτρης. Γιατί αν είναι αυτός, εγώ υποκύπτω. Θυσιάζω και τη Μύκονο άμα λάχει.
Δεν περιμένω άλλο, ρωτάω αμέσως τη νύφη. Παιδιά, Δημήτρης είναι κι αυτός, αλλά όχι αυτός που λέγαμε, αυτός είναι ο κουμπάρος! Θα τρελαθώ, γιατί ρε κοπελιά τρία χρόνια τώρα, που περάσαμε τα πάνδεινα για τον Μπάμπη σου, δεν έτυχε μια φορά να μου γνωρίσεις τον κουμπάρο;
Ελεύθερος ο κουμπάρος, έχει αλλεργία στις δεσμεύσεις, είναι αρπακτικό! Αυτό φάνταζε τόσο ιντριγκαδόρικο στο μυαλό μου, που δεν ήθελα καμιά άλλη πληροφορία. Μέχρι τις δώδεκα, μείναμε μόνο νέοι. Σιγά-σιγά, γίναμε όλοι ένα τραπέζι, κάναμε πλάκες μεταξύ μας, χορεύαμε κι είχαμε ρουφήξει ό,τι αλκοόλ υπήρχε διαθέσιμο στο μαγαζί!
Φλερτ, νούμερο 1, κατηγορία «η πιο αστεία ατάκα» : «Θέλεις να φάμε τούρτα απ’ το πιάτο κατευθείαν με το στόμα; Θέλω να σε φιλήσω, αλλά με τόσο σκόρδο που έφαγα, δε βρίσκω άλλον τρόπο να σπάσω τη μυρωδιά». Φλερτ, νούμερο 2, κατηγορία «ο ρομαντικός» : «Αν ήξερα ότι θα μου άρεσες τόσο πολύ, δε θα διάλεγα τη Μύκονο, αλλά τη Μήλο. Να επιστρέψω το άγαλμα στη θέση του!». Φλερτ, νούμερο 3, κατηγορία «το γοργόν και χάριν έχει»: «Πάω στην τουαλέτα. Σε περιμένω!» Όπα, ρε φιλαράκι, τι αυτοπεποίθηση είναι αυτή; Φλερτ, νούμερο 4, κατηγορία «ο έξυπνος, ο παιχνιδιάρης»: Σημειωματάκι: «Ώρες σε παρατηρώ. Άναψες 8 τσιγάρα, χόρεψες, φλέρταρες. Δεν είμαι ούτε ψυχαναγκαστικός ούτε ψυχάκιας. Απλώς, δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου! Τρίτη, ώρα 20:00, στο κέντρο. Μη με στήσεις!». Και μόνο που επικράτησε αυτό το μυστήριο, θα πάω!
Τρίτη, λοιπόν, πήγα στο ραντεβού μου. Με έκπληξη αντίκρισα τον κουμπάρο! Μα, καλά, πώς; Αφού καθόταν απέναντί μου, όλη την ώρα! Αφού τον κοίταζα και μιλούσα μαζί του όλο το βράδυ! Μυρίζω καψούρα, σας το λέω! Τελικά, θα συμφωνήσω. Οι γάμοι είναι το ιδανικό μέρος για να φλερτάρεις. Κι αν είσαι και τυχερός, έπεται και συνέχεια…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη