Άνθρωποι είμαστε, πλάσματα κάποτε ευάλωτα, κι όλοι κάποια στιγμή στην καθημερινότητά μας νιώθουμε εκείνο το γουργούρισμα στο στομάχι μας, που σηματοδοτεί την ενεργοποίηση του αισθήματος της πείνας. Ψάχνουμε από εδώ, ψάχνουμε από εκεί, αλλά –αν δεν έχουμε προνοήσει, ώστε να έχουμε καβάτζα στο σπίτι μας από τρόφιμα– φαγητό δε βρίσκουμε. Γι’ αυτό προσπαθούμε μία μέρα της εβδομάδος να την αφιερώσουμε στα ψώνια αυτά και να ονομάσουμε την έξοδό μας αυτή «η βόλτα του σουπερμάρκετ», για να ακούγεται περισσότερο σαν διασκέδαση παρά σαν υποχρέωση.
Μπορεί, βέβαια, τις περιπλανήσεις μας σε εκείνους τους μεγάλους φορτωμένους διαδρόμους να μην την βλέπουμε καθόλου σαν υποχρέωση, αλλά ως υποχρέωση θα έπρεπε να βλέπουμε το είδος και την ποιότητα των προϊόντων που θα αγοράσουμε και –βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα– θα καταναλώσουμε.
Πώς γίνεται κάθε φορά να πηγαίνουμε εκεί κι ίσως και να ξεκινάμε τις αγορές μας με την πιο υγιεινή διάθεση, αλλά πάντα –ή έστω τις περισσότερες φορές– να καταλήγουμε με τα πιο γευστικά αλλά επίσης κι άκρως ανθυγιεινά προϊόντα στο καλάθι μας; Σίγουρα, αυτό είναι κάτι που σκεφτόμαστε εκ των υστέρων, όταν κάνουμε τον απολογισμό μας, αλλά την ώρα της αγοράς τι γίνεται και δεν το υπολογίζουμε;
Μήπως μας παρασύρουν τα φανταχτερά χρώματα των συσκευασιών απ’ τα γαριδάκια και τα πατατάκια; Μήπως οι διαφημίσεις των προϊόντων αυτών είναι τόσο ελκυστικές και τα σλόγκαν και τα τραγούδια, που συμπεριλαμβάνουν, εντυπώνονται στο μυαλό μας με αποτέλεσμα να συνδυάζουμε μια χιουμοριστική ατάκα με μια ικανοποιητικά έντονη γεύση; Ή μήπως οι γιαγιάδες σκέφτονται μια καραμέλα, που θα δώσουν στο εγγόνι τους, σαν ένα χάιδεμα στο κόκκινο μάγουλό τους;
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των συναισθηματικών αντιθέσεων και της μάχης του μπρόκολου με τις σοκοφρέτες είναι η εικόνα μιας οικογένειας, που πηγαίνει το Σάββατο για τα εβδομαδιαία ψώνια της. Ενώ η μητέρα είναι στον πάγκο των λαχανικών (η λογική μας), το πιτσιρίκι την πλησιάζει και την παρακαλάει με μουτράκια και κουταβίσιο βλέμμα να του αγοράσει καραμέλες και σοκολάτες (η λαιμαργία μας). Κάπως έτσι, η μητέρα συμφωνεί με την προϋπόθεση ο μικρός να φάει όλο το υγιεινό μεσημεριανό του.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι διατροφικές συνήθειες των φοιτητών -κι ως φοιτήτρια μιλάω εκ πείρας κι επιβεβαιώνω πως το παρακάτω συμβαίνει. Όταν ένας φοιτητής πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ, επειδή ακριβώς έχει την ελεύθερη διαχείριση των χρημάτων των γονιών του, αγοράζει όλα αυτά τα ανθυγιεινά τρόφιμα, τα οποία δεν ήταν ελεύθερος τρώει στο σπίτι του, καθώς οι γονείς του δίδασκαν ότι είναι βλαβερά για την υγεία του.
Έτσι, ένα φοιτητικό σπίτι (αν δεν είναι εντελώς άδειο γιατί τα λεφτά φαγώθηκαν σε σφηνάκια) είναι γεμάτο από γυαλιστερές συσκευασίες από σοκολάτες και γαριδάκια, κι άντε, και κανένα χρωματιστό λαχανικό ίσως ή ένα μαγειρευτό φαγητό. Φυσικά, όσες κι αν είναι οι προμήθειες καταναλώνονται σε χρόνο ρεκόρ. Ειδικά εκείνα τα κλασικά βράδια, όπου μαζεύονται οι παρέες για ταινία κι επιτραπέζια, τρώνε άπειρα γαριδοπατατάκια και πίνουν μπύρες κι αναψυκτικά -ούτε λόγος για φυσικούς χυμούς και νεράκι.
Οι λόγοι για τους οποίους γίνονται όλα τα παραπάνω είναι σαφώς η διαφήμιση κι η γενικότερη νοοτροπία μας περί διατροφής, την οποία εκλαμβάνουμε από παιδιά και συντηρούμε αργότερα κι ως φοιτητές. Απ’ τη μία πλευρά, τα τηλεοπτικά σποτάκια με τα πιασάρικα χορευτικά και τα μαγικά τους κόλπα, που κάνουν κάποια ανθυγιεινά φαγώσιμα να φαίνονται απίστευτα ελκυστικά και ποθητά κι απ’ την άλλη, οι γονείς, και συγκεκριμένα οι γιαγιάδες κι οι παππούδες, που μοιράζουν τα γλυκά σαν βροχή και μετατρέπουν στο μυαλό μας –από μικρή ηλικία– μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ για τα απαραίτητα φαγώσιμα σε αναζήτηση των πιο αμαρτωλών σνακ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη