Ο πιο γνωστός κι ίσως κι ο πιο ισχυρός δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους είναι αυτός ανάμεσα στους γονείς και το παιδί κι ακόμα πιο έντονα ανάμεσα στη μητέρα κι εκείνο. Ένας δεσμός τον οποίο περιτριγυρίζει τέτοια μυστικότητα ως το πόσο δυνατός μπορεί να γίνει κι ως το πόσα πρωτόγνωρα συναισθήματα μπορεί να γεννήσει στον άνθρωπο που γίνεται γονέας.
Είναι ο πρώτος εξ αίματος δεσμός, ο οποίος δεν απαιτεί καν ανθρώπινη επαφή, καθώς η μητέρα με το παιδί της –κι αντιστρόφως– αναπτύσσουν μία σχέση ανεξήγητης σύνδεσης κιόλας απ’ τους πρώτους μήνες της κύησης. Μία σχέση που δύσκολα εξηγείται σε κάποιον, αν δεν την έχει ζήσει. Τι κυριαρχεί, άραγε; Ο σεβασμός, η κατανόηση, η αγάπη; Σίγουρα όχι η χαλαρότητα.
Για ποιο λόγο, θα ρωτούσε κάποιος. Για τον απλούστατο λόγο ότι το στοιχείο της χαλαρότητας κυριαρχεί σε μία φιλική σχέση, εκεί όπου τα μέλη είναι ισότιμα, με την έννοια πως δεν υπάρχει ανάγκη για κανόνες και μια στοιχειώδη υπακοή σ’ αυτούς. Ελευθερία ασφαλώς κι υπάρχει και στη σχέση γονιών και παιδιών, όμως εδώ, ειδικά όσο το παιδί είναι ακόμα μικρό, είναι σημαντικό να θαυμάζει τον γονέα και να εμπιστεύεται την κρίση του, όσο εκείνος στα πρώτα βήματά του έχει ρόλο του καθοδηγητή.
Αν δεν υπάρχει ένας κάποιος σεβασμός, το παιδί δε θα φάει ποτέ τα λαχανικά του, που του κάνουν καλό, δε θα γίνει υπεύθυνο, αρνούμενο να καθαρίσει το δωμάτιό του, δε θα κάνει τα μαθήματά σου, δε θα ζητήσει μια συμβουλή απ’ τους δικούς του, εφόσον θα θεωρεί πως δεν έχουν κάτι παραπάνω να του πουν απ’ όσα από μόνο του ξέρει.
Αν τώρα η φιλική αντιμετώπιση του παιδιού απ’ τον γονιό, που αποκλείει τα όρια που επιβάλλει η σχέση τους ως παιδί και κηδεμόνας, είναι κάτι που υιοθετεί μόνο ο ένας απ’ τους δύο γονείς, αυτό αυτομάτως θέτει στο περιθώριο τον άλλο γονιό, που προσπαθεί να ορίσει μερικές κόκκινες σημαίες και να συμμορφώσει το παιδί σε κάποιους κανόνες, κι έτσι γίνεται αυτομάτως ο κακός κι αυστηρός, σε αντίθεση με τον άλλο που είναι χαλαρός και συγκαταβατικός, σαν καλό φιλαράκι. Το αποτέλεσμα της παραπάνω συμπεριφοράς δε σταματά απλώς στο προφανές, δηλαδή στην περιθωριοποίηση του ενός γονέα, όσο και στη μετέπειτα απομάκρυνση των συντρόφων, γιατί η εμπιστοσύνη ανάμεσά τους έχει κλονιστεί.
Επιπλέον, οι γονείς δεν πρέπει να μοιράζονται κάθε πτυχή των προβλημάτων τους με το παιδί τους, όπως δηλαδή κάνουν οι φίλοι, γιατί ένα παιδί καλό είναι να θεωρεί τον γονέα του κατά κάποιον τρόπο παντοδύναμο, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ζωής του, ώστε έτσι να νιώθει ένα αίσθημα ασφάλειας δίπλα του κι όχι να υιοθετεί τις ανησυχίες του, που λόγω ηλικίας θα του μοιάζουν βουνό, θα το πανικοβάλλουν και θα το απογοητεύσουν.
Το παιδί γνωρίζοντας τα προβλήματα του γονέα του ταυτοχρόνως τον απομυθοποιεί και συνειδητοποιεί πόσο ευάλωτος είναι. Ίσως παράλληλα να νιώσει κι ενοχές, θεωρώντας πως φταίει κι αυτό ενώ θα το πνίγει η ιδέα πως δεν μπορεί να κάνει κάτι για να βοηθήσει. Και λογικό είναι που δεν μπορεί να συμβάλλει πρακτικά στα προβλήματα της οικογένειάς του, αφού είναι μικρό κι εύθραυστο. Το πρόβλημα ξεκινάει, όταν ο γονέας αντιμετωπίζει το παιδί σαν ισάξιό του, δηλαδή σαν ενήλικα.
Το ιδανικό θα ήταν να ισορροπούσαμε ανάμεσα στη χαλαρότητα και τον σεβασμό. Ώστε το παιδί να ‘χει το θάρρος να μιλήσει στον γονιό για τα προβλήματά του και να ζητήσει τη βοήθειά του, χωρίς να φοβάται πως θα κριθεί, ενώ παράλληλα θα αισθάνεται πως στο πρόσωπό του βρίσκει ένα δυνατό στήριγμα, ικανό να του σταθεί, να το προστατέψει και να το κατευθύνει, εκτιμώντας την εμπειρία του κι εμπιστευόμενο τα κίνητρά του και το ειλικρινές ενδιαφέρον του.
Το παιδί χρειάζεται γονείς που ισορροπούν ανάμεσα στην οικειότητα και στο αίσθημα της εμπιστοσύνης πως μπορούν να βρουν λύσεις στα προβλήματά του, κι όχι μεσήλικες φίλους, που θα συμφωνούν σ’ όλα χάνοντας την αξία του ρόλου τους. Εξάλλου, φίλους έχει, γονείς χρειάζεται!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη