Λαμβάνεις λουλούδια στη δουλειά μια random μέρα. Ούτε γενέθλια έχεις, ούτε γιορτή, ούτε «να σας ζήσει ο λεβέντης/λεβέντισσα» είναι η φάση. Υπάρχει περίπτωση κάτι τόσο κιουτ να προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα ρε συ; Εκτός αν είναι η επιδίωξη εξιλέωσης μετά από ένα ξεγυρισμένο κέρατο όπου, οκέι, ενδέχεται να νιώσεις μια αναταραχή.
-Ιου. Κριντζ ρε μπρο.
Από πού ακούστηκε αυτό καλέ; Γνώριμο ηχόχρωμα. Ώπα, το κολλητάρι το ξεστόμισε. Αναρωτιέται, βλέπεις, όντας νέο, τρυφερούδι πώς το λένε, γιατί στην ευχή να στείλεις λουλούδι δίχως λόγο κι αιτία στο έτερον ήμισυ. Σαν πολύ θάρρος δε θα πάρει; Μετά άντε να εξηγήσεις πως δεν ήταν trailer πρότασης γάμου. Το καθίζεις κάτω, ανοίγετε αυτό το μπιρόνι και προσπαθείς έχοντας πράγματι ντραπεί για την πράξη τρυφερότητάς σου να απολογηθείς λέγοντας ότι έφαγες τόσο αρνί το Πάσχα που θόλωσε το μυαλό σου και δεν ήξερες τι έκανες. Μπήκε μέσα σου ο Γκόσλινγκ στο «ημερολόγιο» και τώρα ξεκινάτε την τελετή να διώξετε τα κακά δαιμόνια της γουτσουγουσύνης.
Είναι ένα γεγονός που παρατηρείς τριγύρω, στον νεανικό σου κυρίως περίγυρο και πολλές φορές ταυτίζεσαι κι εσύ ο ίδιος με αυτό το συναίσθημα. Ουσιαστικά, αν γίνεις μάρτυρας ενός ρομαντικού σκηνικού, μιας πραξούλας μικρού μήκους που αφήνει ελεύθερη την έκφραση όμορφων συναισθημάτων για κάποιον, νιώθεις μια αβολοσύνη. Τύπου «τώρα αυτό εφόσον δεν ήταν αναγκαίο, γιατί συνέβη;». Μάλλον, στη νεότερη γενιά φαίνονται αχρείαστες οι έντονες συγκινήσεις. Αν όμως δεν υπήρχε αυτή η κλιμάκωση συναισθημάτων τι θα μας έμενε ακριβώς; Ο ενθουσιασμός, η συγκίνηση, η ρομαντζάδα είναι η κινητήριος δύναμη να γκαζώσεις να βγάλεις τη μέρα, που πάλι σου φαίνεται βουνό.
Περπατώντας προς το σπίτι δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη σκέψη πως ενδεχομένως εσύ να είσαι too much και να έχουν δίκιο που σε συμβουλεύουν να μη στείλεις αυτό το μήνυμα που επιβεβαιώνει πόσο ωραία πέρασες χθες. Παλεύεις κι εσύ με αυτό που σου βγαίνει ασυναίσθητα και με αυτό που έχει ως κόκκινη γραμμή το GenZ. Είναι ευκολότερο καμουφλάζ το επιθετικό μάρκετινκ ή απλώς κλειδαμπαρώνουμε την αγαπουλίτιδα στο πατάρι, μέχρι να συμμορφωθεί σε αδιαφορία;
Έχεις έρθει ποτέ αντιμέτωπος με αυτό τον άνθρωπο για τον οποίο έχεις διακαή σου πόθο κι ενώ έχει όλη την καλή διάθεση να σε ακούσει να ανοίγεσαι, εσύ παθαίνεις επιλεκτική αλαλία; Αναρωτιέται κι εκείνος -που σε διαβεβαιώνει πως ό,τι και αν πεις θα μείνει σε ασφαλές μέρος- γιατί κάνεις αφωνία. Άντε να εξηγήσεις πως κάθε κίνηση που έχει ως υπότιτλο τον ρομαντισμό σου φέρνει μια μικρή αναγούλα γιατί, σαν τα σκυλιά του Παβλόφ, εκπαιδεύτηκες κι εσύ στο να τον αποστρέφεσαι.
Ένα από τα φαβορί αιτιών που η νέα γενιά υποφέρει από μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα είναι ο φόβος της απόρριψης που κάνει μπρά ντε φερ με εκείνον της δέσμευσης. Πόσο κριντζ που παλιά τα ζήταγαν ο ένας από τον άλλον και μετά λέγανε πως είναι μαζί. Τώρα τα ιματζινέησιονσπις είναι στην πρώτη γραμμή χέρι χέρι, με τα σιτσουέησιονσίπς γιατί είναι κριντζιά οι καλημέρες, οι καληνύχτες, τα «έφτασες δεν έφτασες καλά στην οικία των προγόνων σου» και πάει λέγοντας. Σιγά μην περιμένεις με αλάρμ να μπει ασφαλώς στο τσαρδί της. Θα σε περάσει για stalker, πρώτο ξάδερφο του Τζο από το “You”.
Δεν είπαμε να πεις το «σ’αγαπώ» από το πρώτο ραντεβού αλλά αν το νιώσεις εκεί που βλέπεις να παίζει πλέη στέησιο, πες το. Δεν είναι και τοσο ωραίο το παιχνίδι «όποιος μιλήσει πρώτος, χάνει». Για τις στιγμούλες που χάνονται, ούτε λόγος; Προσπαθείς καλό μου gen zάκι να το παίξεις τόσο κουλ που ξεχνάς ότι δεν παίζεις σε σήριαλ, είναι η πραγματική σου ζωή. Γιατί να λες «δε θέλω», ενώ μέσα σου τσουρουφλίζεσαι; Απορείς, μετά, γιατί ο άλλος δεν ερμηνεύει σωστά τα ανάμεικτα σινιάλα που του δίνεις. Στον κυκλικό κόμβο, πάρτε όλες τις εξόδους.
Από την άλλη πλευρά, δίνεις imojis με το κιλό γιατί εκείνα είναι άψυχα. Δεν πληγώνουν και δε σε πληγώνουν. Οχυρώνεις καλά την ευαλωτότητά σου γιατί αν δεν πεις πόσο ποθείς, τότε είναι αδύνατο να σε πληγώσει. Αυτός ο πολυσυζητημένος αμυντικός μηχανισμός γνωστός ως fight or flight mode καραδοκεί ως προμήνυμα του τραύματος που έρχεται. Ενεργοποιείται μόνος του κι όσο κι αν προσπαθείς να τον φιμώσεις, βρίσκει χαραμάδες να σκάσει μύτη. Ίσως να ήταν καλύτερο να ακούσεις τι θα σου πει την επόμενη φορά και να απαντήσεις ότι δεν πειράζει. Ναι, υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να ακουστείς κριντζιάρης ή κριντζιάρα τη στιγμή που θα σκάσεις με τη σουπίτσα που έφτιαξες με τα χεράκια σου έξω από το σπίτι του αμόρε μίο επειδή σου είπε ότι έχει πυρετό. Μπορεί την ώρα που θα κάνεις την παράδοση και δεις τη μυξούλα να ρέει να σου φαίνεται σούπερ χαριτωμένο αρρωστάκι. Αν όμως εκείνο εκλάβει την κίνησή σου ως υπερβόλα, τι έγινε;
Κάνε όσα θέλεις να σου κάνουν κι όπως θέλεις να στα κάνουν. Κρίμα κι άδικο στην εποχή μας που η έκθεση και η ευαισθητοποίηση επιτέλους απενοχοποιούνται, να μη χρησιμοποιούμε αυτό το όπλο υπέρ μας και αντ’ αυτού να φροντίζουμε να εκπυρσοκροτήσει.
Πολύ ποιητικά το έθεσα. Κρίντζαρα μέχρι κι εγώ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου