Είσαι μεταξύ 0-100 ετών; Πάσχεις από άγχος; Αδυνατείς να το κοντρολάρεις; Το τελευταίο spanking που θυμάσαι στο κέρασε το στρες; Τσίμπα ένα αυτοάνοσο ευγενική χορηγία! «Το αυτοάνοσο κι εσύ». Αυτή η μάστιγα. Μια σύντομη νουβέλα τιμής ένεκεν στο άγχος που σε κατατρέχει. Υπάρχει legit θεραπεία, άραγε, ή μήπως να νομιμοποιηθεί η χειροδικία σε όποιον σου ξαναπεί «Έλα μωρέ. Μην αγχώνεσαι»;
Θυμάσαι ακόμα εκείνη τη νύχτα που έπεσες για ύπνο καλά, όμως ξύπνησες άλλος άνθρωπος. Το πρωί είχες κάτι σημάδια σαν να αποσυντίθεσαι. Έμοιαζαν σαν πληγές κι είχες φαγούρα παντού. Σταμάτησες να είσαι λειτουργικός, είχες αρχίσει να φρικάρεις άσχημα. Έφευγες απ’ τη δουλειά τρέχοντας κι άλλαξες γιατρούς σαν τα πουκάμισα, μέχρι να βρεις εκείνον που θα σου χορηγήσει το θαυματουργό χαπάκι που θα αποκαταστήσει την ψυχική σου υγεία. Και χαπάκι πήρες, και με κρεμούλες πασαλείφτηκες κι όλες τις οδηγίες ακολούθησες.
Μετά, σου έφταιγαν αυτοί που θεωρούσες πως έδωσαν κάλπικο όρκο στον Ιπποκράτη. Έψαχνες να βρεις αυτόν που θα βοηθούσε τη φωνούλα στο κεφάλι σου, που ξεφώνιζε σαν παλαβή «βοήθεια» σε κάθε διάλεκτο, ακόμα και στη νοηματική. Οι άνθρωποι σε κοιτούσαν περίεργα μόλις άφηνες λίγο δέρμα παραπάνω εκτεθειμένο. Βλέπεις, δεν είχε πέσει ακόμα βαρυχειμωνιά κι ο καιρός δεν ήταν σύμμαχός σου. Ένα ζεστό φούτερ θα ήταν σε άψογη θέση να καμουφλάρει τις πληγές σου.
Εσύ, έστελνες τον εαυτό σου νοητά κάθε βράδυ Σπιναλόγκα, με εισιτήριο άνευ επιστροφής. Πολύ σκληρός ήσουν με την πάρτη σου μωρέ. Κάπου ώπα. Άλλωστε οι ρωγμές της ψυχής σου βρήκαν τρόπο να δραπετεύσουν κι έπιασαν λιμάνι μπας κι αναπνεύσουν λίγο κι εκείνες. Έμαθες με τον σκληρό τρόπο πως ό,τι κρατάς αιχμάλωτο, θα ψάχνει αέναα τρόπο να σπάσει τα δεσμά. Αυτό κάνουν τα αυτοάνοσα, τους έλεγες. Προσπαθούσες να εξηγήσεις μήπως καταλάβεις κι εσύ. Τα έλεγες και τα επαναλάμβανες δυνατά- κυρίως για να λύσεις εσύ τον γρίφο. Ένα ξημέρωμα, λοιπόν, που δε σε παίρνει ο Μορφέας και παρακαλάς από την απελπισία να σε πάρει ο βελζεβούλης, βάζεις κομματάκια στο παζλ, όση ώρα οι δυο τους κάνουν debate ποιος θα σε κερδίσει. Ποιος τη χάρη σου. Μονομαχία για τα μάτια σου. Στύβεις το μυαλό σου, ανακρίνεις την καρδιά σου κι έπειτα την εκβιάζεις πως αν δε σου βρει εμπεριστατωμένες απαντήσεις θα τη σταματήσεις κ αυτή. Το επόμενο ξημέρωμα, τα ίδια.
Μέχρι που έρχεται η στιγμή. Καταλαβαίνεις πως με όλα αυτά που καταπίνεις κάθε μέρα και δίνεις τόπο στην οργή, η οργή θρονιάζεται. Αρμένικη βίζιτα σου κάνει, μέχρι που τελικά συγκατοικείτε- και δεν πληρώνει και νοίκι. Εσύ, όμως, πληρώνεις διπλό με την υγεία σου που η ευημερία της αγνοείται. Βαρέθηκες μωρέ ν’ ακούς πως υπάρχουν και χειρότερα. Αλήθεια είναι βέβαια, απλώς δε σε παρηγορεί. «Ούτε τα 30 δεν είχε κλείσει όταν η σκλήρυνση τον παρέλυσε.», «Άρχισε στα πρώτα -άντα της να τσακώνεται με την όρασή της γιατί παραμόνευε ο λύκος», ακούς και κουνάς το κεφάλι. Υπάρχουν και καλύτερα, έλεγες καμιά φορά, αλλά λίγοι έδιναν σημασία. Άλλωστε, είναι λίγοι εκείνοι που μιλάνε αφότου ακούσουν.
Στη δουλειά, πάλι, σού ρουφάνε το μεδούλι κι εσύ παίρνεις τη μαυρίλα μέσα σου μόλις σχολάσεις. Ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού κι ο μαύρος σάκος σου ξεχειλίζει. Δεν ξέρεις πού να πρωτοξεσπάσεις. Εκείνος ο άνθρωπος που σου πήρε τα μυαλά, σου πήρε και την τελευταία σταγόνα χαράς που κράταγες φυλαγμένη. Του έδωσες τη δύναμή σου; Είναι δυνατόν; Πώς μπόρεσες να mutαρεις το ένστικτό σου που σου έκανε binge-poking; Ανάθεμα τα άρθρα που ξημεροβραδιαζόσουν να διαβάζεις για το πόσο δίκιο έχει πάντα η διαίσθησή μας.
Άσε τις Ερινύες να σκούζουν. Συνέβη και τώρα ζεις με αυτό. Αυτή η παραδοχή της αδυναμίας και η στιγμή της συνειδητοποίησης είναι η δύναμή σου. Μόλις αγκάλιασες το παιδί μέσα σου, εκείνη τη φιγούρα σου που έχει ακόμα την αγνότητα και την αθωότητα που εσύ πια στερήθηκες. Πόση ανάγκη την είχε αυτή την αγκαλιά και πόσα χρόνια πόναγε μέχρι να αφυπνιστείς. Ρίξε μια ματιά. Μήπως τα σημάδια ξεθωριάζουν;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου