Πόσα και πόσα έχουν γραφτεί για τον έρωτα και μάλιστα πόσα δίνουν έμφαση στον λεγόμενο «δυνατό» έρωτα. Καθένας μας, ανάλογα με την προσωπικότητα, το χαρακτήρα, τα βιώματά του, αλλά και την αντίληψή του, όταν τον ρωτήσουν αν έχει ζήσει κάποιον μεγάλο έρωτα (ξέρεις, από αυτούς τους κινηματογραφικούς που όταν σε φιλάνε το πόδι σηκώνεται ελαφρά) θα σου απαντήσει με έναν αναστεναγμό κι ένα νοσταλγικό ίσως χαμόγελο για το δικό του έρωτα.
Πόσο ελαστικοί είμαστε όμως με τους χαρακτηρισμούς που επιλέγουμε να αποδώσουμε πολλές φορές; Μπαίνουμε όντως στη διαδικασία να αναρωτηθούμε αν ζήσαμε έναν πραγματικά μεγάλο έρωτα; Ή απλά βιαζόμαστε να προσδώσουμε μια δόση αίγλης σε έναν απλό ερωτάκο για να μη μείνουμε στην απ’ έξω; Μήπως στην προσπάθειά μας να εξιδανικεύσουμε αυτόν τον μικρό έρωτα χάνουμε το νόημα; Γιατί ξέρεις, ο μεγάλος μας έρωτας, ο δυνατός έρωτας, είναι μοναδικός και προσβάλλεται ιδιαιτέρως όταν τον συγκρίνουμε με όλους τους άλλους.
Είναι εύθικτος βλέπεις όταν υποβιβάσεις τις δυνάμεις του. Νιώθει σαν να τον απαξιώνεις. Μόνο εκείνος έχει τη δυνατότητα να σε εκπλήξει όσο κανείς. Να σε αποστομώσει και να σε κάνει να χάσεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Γνώρισμά του είναι η τάση του να σε αιφνιδιάζει. Τόσο πολύ μάλιστα, που δεν προλαβαίνεις να τον συνειδητοποιήσεις. Απλά σε βρίσκει και σε κατακτά πριν καν ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Ο αληθινός έρωτας σε κοιτά σαν μόλις ν΄ συνειδητοποίησε τι σημαίνει ν’ αγαπάς. Κι έχει ως μόνο σκοπό το ν’ αλλάξει ριζικά τη ζωή σου.
Ο έρωτας αυτός δε φαίνεται στις χιλιάδες λέξεις που μπορείς να βρεις προκειμένου να τον περιγράψεις σε κάποιον τρίτο. Φαίνεται στην έλλειψη των λέξεων που δεν μπορούν να τον περιγράψουν, αφού δε θα ξέρεις ποιες λέξεις θα ήταν αρκετές για να του προσδώσουν την πρέπουσα σημασία και το λεξιλόγιό σου θα φαντάζει εξαιρετικά φτωχό μπροστά στα συναισθήματα που μέσα σου οργιάζουν. Σαν θηρία ανήμερα τα συναισθήματά σου θα σε κατακλύζουν, κάνοντάς σε να νιώσεις πράγματα πρωτόγνωρα για σένα. Πράγματα που δεν ήξερες ότι θα μπορούσες να αισθανθείς ποτέ.
Τρυπώνει αθόρυβα μέσα στην ψυχή σου σαν τον κλέφτη και το πάθος σε πλημμυρίζει. Όσα έχεις ακούσει για καρδιές που χτυπούν σαν κρουστά, για γόνατα που λυγίζουν, για ματιές που σε λιώνουν, θα επιβεβαιωθούν αφού η ύπαρξή σου θα ταρακουνηθεί συθέμελα. Θα αναρωτιέσαι κι εσύ ο ίδιος πώς μπορούσες να χαρακτηρίζεις ως έρωτα κάθε προηγούμενη σου συναναστροφή.
Τότε είναι που θα νιώθεις όπως δεν έχεις ξανανιώσει ποτέ. Ανάλαφρος, αλλά και προβληματισμένος ταυτόχρονα. Τόσο πλήρης και τόσο ανήμπορος. Αντιφάσεις που θα κλιμακώνουν και θα κορυφώνουν την ύπαρξη αυτού του όμορφου «ξένου» στη ζωή σου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό μακριά του θα φαντάζουν με αιωνιότητα. Οι αισθήσεις σου θα είναι τεταμένες. Όλα όσα θα νιώσεις γι’ αυτόν θα φάνταζαν φτηνά αν τα ένιωθες για τον οποιοδήποτε άλλον. Λες και τα μειώνεις ή τα υποβιβάζεις. Ο πραγματικός έρωτας έρχεται χωρίς να σε προειδοποιήσει. Χωρίς εντυπωσιασμούς και τυμπανοκρουσίες. Έρχεται φυσικά, όπως η δροσιά της αυγής.
Θα προσπαθείς για το καλύτερο για σας χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση. Δε θα σε νοιάζει. Δε θα μπορείς να του υποσχεθείς ότι θα του δώσεις λύση σε όλα του τα προβλήματα, αλλά θα του υποσχεθείς, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να στο ζητήσει, ότι θα είσαι δίπλα του. Ότι δε θα σταματήσεις ποτέ να κάνεις ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου για να τον δεις ευτυχισμένο. Γιατί η ευτυχία του, θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη πια με τη δική σου. Γιατί αν βλέπεις τα μάτια του να σκοτεινιάζουν θα χάνεις τον ύπνο σου. Θα σε πονάει περισσότερο να τον βλέπεις πληγωμένο και θα προτιμάς χίλιες φορές να είχες πληγωθεί εσύ αντί για ‘κείνον.
Η σκέψη και μόνο ότι κάτι κακό θα μπορούσε να του συμβεί θα σε τρομοκρατεί. Θα σου κόβονται τα πόδια στην ιδέα και μόνο. Δε θα μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτόν που κάνει τις πεταλούδες στο στομάχι σου να πετούν όπως όταν τον πρωτοαντίκρισες. Το να κρατάς το χέρι του θα είναι αρκετό για να αισθάνεσαι ότι μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο.
Τότε μόνο θα ξέρεις ότι ζεις έναν δυνατό έρωτα. Και δε θα σε νοιάζει καν να τον διαφημίσεις, αφού δε θα σε νοιάζει η γνώμη κανενός. Δε θα ψάχνεις το «τέλειο» που σου επιβάλλεται, γιατί θα έχεις βρει αυτό που για σένα θα είναι το ιδανικό. Δύο μη τέλειοι άνθρωποι μέσα στο προσωπικό τους χάος που αρνούνται να παραιτηθούν ο ένας απ’ τον άλλον.
Κι ένα βράδυ, εκεί που θα τον κρατάς αγκαλιά μπροστά στο τζάκι, όλα όσα νιώθεις γι’ αυτόν θα πλημμυρίσουν την καρδιά σου με τη ζεστασιά της ευτυχίας. Κι ασυναίσθητα, η αγκαλιά σου θα γίνει λίγο πιο σφιχτή. Όχι από φόβο μη σου φύγει, αλλά γιατί θα θέλεις να ακούσεις την καρδιά του να κουμπώνει με τη δική σου. Θα είναι δυο καρδιές που έψαχναν η μια την άλλη για καιρό. Κι αφού περιπλανήθηκαν πολύ μέσα στην έρημο των ανθρώπων, βρήκαν την όασή τους. Και πλέον θα είναι σπίτι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη