Όλοι μας, λίγο-πολύ, έχουμε περάσει από σχέσεις. Όχι φιλικές ή κοινωνικές, σχέσεις ερωτικές. Ναι, αυτές που ο ένας γουστάρει τον άλλον, ξεκινάει χαλαρά κάτι μεταξύ τους και στην πορεία καταλήγουν μαζί.
Θυμόμαστε όλοι απ’ την παιδική μας ηλικία το γνωστό «θέλεις να τα φτιάξουμε;» που πλέον έχει αντικατασταθεί όχι από λόγια, αλλά περισσότερο από πράξεις. Είναι πια λίγο περίεργο να γυρίσεις στον άλλον και να του ζητήσεις να τα φτιάξετε. Ακούγεται τόσο παιδικό. Μα πλέον δεν τα φτιάχνεις. Απλά κι αβίαστα βρίσκεσαι σε μια σχέση, ελεύθερη ή μη. Πάντα φυσικά ανάλογα την ηλικία. Κάπως κάπου προκύπτει μια γνωριμία, κάποια ραντεβού, το πρώτο φιλί, η πρώτη επαφή κι ίσως κάποια στιγμή, αν υπάρχει ανασφάλεια, και μια συζήτηση για το πού πάει αυτή η επαφή.
Πριν φτάσουμε, όμως, εκεί, η ίδια η προσέγγιση ενός ανθρώπου είναι ένα ρίσκο. Κι επειδή είμαστε συνηθισμένοι να παίρνουμε ρίσκα στις ζωές μας, δε μας είναι και τίποτα να πάρουμε ακόμη ένα. Οπότε, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας την πιθανή απόρριψη αλλά και την πιθανή θετική απάντηση, κάνουμε το πρώτο βήμα. Κι άντε, εμείς θεωρούμε δύσκολο το να πάρουμε το ρίσκο και να βρούμε το θάρρος για την κίνησή μας, εκείνοι στους οποίους απευθυνόμαστε όμως, μήπως έρχονται σε εξίσου ή ίσως και πιο άβολη θέση;
Σχεδόν πάντα κατηγορούμε τους άλλους για τις απαντήσεις που μας δίνουν. Μα ίσως το θέμα να μην το ‘χουμε εμείς, που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε το «όχι» τους, αλλά να ‘ναι πράγματι ενοχλητικός ο –συχνά πλάγιος– τρόπος που αυτές μας σερβίρονται. Δεν είναι λίγες οι φορές που πλησιάζουμε κάποιον για να του δείξουμε το ενδιαφέρον μας κι αντί να μας απαντήσει με ειλικρίνεια, μας φλομώνει στις φθηνές δικαιολογίες του λεπτού.
Δεν ξέρω πώς να περιγράψω την κατάσταση που βιώνουν κι αναγκάζονται να δίνουν τέτοιες φθηνές απαντήσεις, σερβίροντας ασάφειες, χωρίς να μιλούν ποτέ ξεκάθαρα. Ίσως είναι ο φόβος για το πώς θα το πάρει ο άλλος αλλά και τι γνώμη θα σχηματίσει για εκείνους. Μπορεί να θεωρούν πως αν πουν ξερά «δεν ενδιαφέρομαι», θα τους φορέσουν ταμπέλες και θα τους κοιτούν με μισό μάτι. Η απόρριψη γενικά είναι μια περίεργη κατάσταση που την βιώνει κι ο απορριπτέος αλλά κι αυτός που την ρίχνει.
Όσο βολικά κι αν μοιάζουν τα ψέματα, στην πραγματικότητα πληγώνουν πιο πολύ. Όλοι έχουμε ανάγκη να γίνουμε λίγο πιο αληθινοί. Να αφήσουμε τις φθηνές δικαιολογίες που σκορπάμε για να πούμε σε κάποιον ότι δε μας αρέσει ή ότι δεν τον βλέπουμε σοβαρά ή ότι δεν είναι του γούστου μας, και να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματά του με σεβασμό κι ειλικρίνεια.
Δε χρειάζεται να απαντάμε σαν την Πυθία, με γρίφους, αφήνοντας τον άλλον να ψάχνετε τι έκανε λάθος ή να ρίχνουμε ένα απλό «είμαι αλλού» κάθε φορά που θέλουμε να πούμε πως γουστάρουμε το κολλητάρι του, για παράδειγμα, γι’ αυτό κι αποκλείουμε αυτήν την πιθανότητα. Φοβόμαστε τη μεταξύ τους συνέχεια λογικά, αλλά δεν υπάρχει λόγος, γιατί η αλήθεια μόνο σε καλό μπορεί να μας βγει.
Δεν χρειάζεται κάθε φορά που δε μας αρέσει κάποιος λόγω των χαρακτηριστικών, του χαρακτήρα του ή ακόμα και της εμφάνισής του –που όλοι λέμε πως σημασία έχει ο χαρακτήρας κι όχι η εμφάνιση, αλλά ποιος πραγματικά το εννοεί;– να τον απορρίπτουμε με ένα απλό «νομίζω πως δεν ταιριάζουμε». Γυρίστε και πείτε «δε μου αρέσεις επειδή έχεις περίεργα μούσια», «δε μου αρέσεις επειδή είσαι ζηλιάρης». Θα το εκτιμήσει περισσότερο ο άλλος να του απαντήσεις ξεκάθαρα, παρά να του δώσεις μια απάντηση με αναπάντητα υπονοούμενα. Πάντα βέβαια με τον σωστό τρόπο και χωρίς να προσβάλλεις.
Εκτός απ’ το ότι θα εκτιμήσει την ευθύτητά σου, θα τον βοηθήσεις κι εσύ να βελτιωθεί ως προσωπικότητα, να εντοπίσει τα λάθη στο φέρσιμό του ή τα αδύναμα σημεία του και, αν θελήσει, να τα αλλάξει. Έτσι ώστε να γοητεύσει, αν όχι εσένα, άλλους στο μέλλον.
Μιλάτε ξεκάθαρα στους ανθρώπους. Εκφράστε ελεύθερα τη γνώμη σας γι’ αυτούς, κι ακόμα κι αν λίγο πληγωθούν, θα καταλάβουν και θα σας εκτιμήσουν. Μην τους κοροϊδεύετε με φθηνές δικαιολογίες. Τα ξεκάθαρα λόγια δεν αφήνουν αναπάντητα ερωτήματα κι υπονοούμενα, ούτε αμφιβολίες, κι αυτά είναι πολύ πιο άβολα απ’ την πιο άβολη αλήθεια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη