Έχεις πάρει ποτέ μπιράκια, να πας μόνος σου σε μια παραλία ν’ αράξεις και να τα πιεις με τις σκέψεις σου; Να κάνεις τον απολογισμό σου, βρε παιδί μου, να βάλεις τις σκέψεις σου σε τάξη, να σκεφτείς τι πήγε καλά και τι όχι, τι θα γίνει με τα πράγματα που σε βαραίνουν.

Για όλα αυτά τα «έπρεπε να είχα αντιδράσει τότε» ή τα «ήθελα να είχα πει αυτό» που όλοι μας λέμε κατά καιρούς. Να πιεις μια γουλιά για κάθε φορά που πίστεψες ότι το να μείνεις σιωπηλός ήταν η καλύτερη λύση, η διατήρηση χαμηλών τόνων σ’ έναν τσακωμό στο σπίτι θα έφερνε την ηρεμία. Κι ας μην την έφερε ποτέ. Μια γουλιά για κάθε φορά που σκέφτηκες πως «καλύτερα να μην απαντήσω τώρα», ή η σιωπή σου σε κάποια χοντράδα ενός φίλου, που πέταξε μεταξύ σοβαρού και αστείου αλλά σ’ έκανε να αισθανθείς άσχημα και παρ’ όλα αυτά τον δικαιολόγησες λέγοντας από μέσα σου «άσ’ τον έχει πιει λιγάκι παραπάνω, δεν πειράζει, ίσως να μην το εννοεί». Όλες εκείνες τις φορές που αντί να υψώσεις τη φωνή σου, χαμογέλασες, για να μη χαλάσει το κλίμα της παρέας, να μη στεναχωρηθεί η οικογένεια, να μην πληγωθεί το ταίρι. Κι ας σου συνέβαιναν εσένα όλα αυτά μαζί.

Για θυμήσου κι εκείνη την ημέρα, που ήσασταν μαζεμένοι όλοι οι συγγενείς κι ενώ περνούσατε καλά, αυτός ο κλασικός θείος άρχισε πάλι να ρωτάει γιατί δεν παντρεύτηκες, «θα μας μείνεις εσύ στο ράφι;». Τότε που αντί ν’ απαντήσεις όπως θα του ταίριαζε, πήρες απλώς το κρασί σου και πήγες να μιλήσεις με τα ξαδέρφια σου πιο πέρα, όσο μέσα σου έβραζες από θυμό που ανακατεύεται στη ζωή σου με υφάκι και παρ’ όλα αυτά κράτησες το επίπεδο ψηλά.

Πόσες φορές έχουν υπάρξει τσακωμοί με αδέρφια, γονείς, φίλους ή το ταίρι σου, που εσύ κρατούσες τους τόνους χαμηλά, που δεν ήθελες εντάσεις και φασαρίες. Θυμήσου εκείνον τον παλιό σου έρωτα, που καβγαδίζατε στο μπαλκόνι κι ενώ τον άκουγε όλη η γειτονιά, εσύ είχες ψυχραιμία και δεν του φώναξες ούτε μια στιγμή. Τι κι αν είχες δίκιο, τι κι αν ήθελες να γυρίσεις το τραπέζι ανάποδα και να βάλεις τις φωνές. Θυμήσου εκείνο τον φίλο σου, που πολλές φορές κάνει χοντρά αστειάκια για τον άνθρωπό σου κι εσύ δεν απαντάς όπως θα ήθελες, γιατί σκέφτεσαι πως θα ήταν κρίμα να χαλάσει η φιλία σας. Θυμήσου εκείνη τη φορά που τσακώθηκες με τους γονείς σου για το μέλλον σου, το δικό σου μέλλον, που σε είχαν βάλει κάτω και σου έλεγαν πώς να φτιάξεις τη δική σου ζωή. Τότε που εσύ, αντί να αντιδράσεις, τους δικαιολόγησες και σώπασες μπροστά τους.

Τόσες και τόσες οι φορές που δεν έκανες τίποτα, μ’ εκείνον τον προϊστάμενο στην παλιά σου δουλειά, που σου φόρτωνε ένα σορό ευθύνες εκτός της αρμοδιότητάς σου κι ενώ εσύ τον έβγαζες ασπροπρόσωπο κάνοντας υπερωρίες, όχι μόνο δεν το εκτίμησε ποτέ, αλλά έπαιρνε ο ίδιος και τα εύσημα. Κι εσύ αντί να διεκδικήσεις το δίκιο σου, αντί να προσέξεις τον εαυτό σου και να κάνεις τη δουλειά για την οποία σε πληρώνει, αντί και τι δική του μαζί, αντί να σηκωθείς να φύγεις και να ρημάξουν όλα εκεί μέσα, είπες πως δεν πειράζει, αφού έχεις δουλειά, πάλι καλά.

Πιες λοιπόν μια γερή γουλιά από το μπιράκι σου όσο κοιτάς τη θάλασσα κι αναρωτήσου τι θα πρέπει να κάνεις την επόμενη φορά που κάποιος θα περάσει τα όριά σου. Να είσαι ήρεμος για όσο χρειάζεται, όχι όμως ως το σημείο που θα ξεχάσεις ποιος είσαι και πού μπαίνει το «όχι» σου στην εξίσωση. Καμία σχέση πουθενά και με κανέναν δεν αξίζει να μπαίνει πάνω από την ψυχική σου υγεία. Ύψωσε τη φωνή κι αν χρειαστεί, κλείσε πόρτες σε όσους δεν εκτιμούν ότι τις έχεις διάπλατα ανοιχτές. Βάλε όρια, σε όλους.

Να θυμάσαι πάντα, πως η σιωπή είναι όντως αρετή, όμως το να φορτώνεις το μυαλό σου και την καρδιά σου με τόσα «τι θα έπρεπε να έχω κάνει τότε» ή «έπρεπε να έχω αντιδράσει αλλιώς» είναι δείγμα πως δε σε βοήθησε και τόσο. Κράτα λοιπόν μπροστά την ηρεμία και τη λογική, αλλά όταν χρειαστεί να δείξεις σε κάποιον ότι ξεπέρασε τα όρια κατά πολύ, χρησιμοποίησε τα μέσα που διαθέτεις. Κι ας είναι οι λέξεις σου, το δικό σου στοπ στην παρεμβατικότητά του.

 

Συντάκτης: Μίκα Παντελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου