Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά ματζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ. 5 άτομα μάς είπαν ό,τι πιο κινηματογραφικό έχουνε κάνει για έναν έρωτα.
Γράφει ο Άγγελος.
Ήταν το πρώτο βράδυ που την είχα φιλήσει. Η βραδιά τελείωσε και θα γυρνούσαμε σπίτια μας. Μπήκαμε ο καθένας στο αμάξι του, αυτή μπροστά, εγώ πίσω της, κέντρο Θεσσαλονίκης. Στην Παλαιών Πατρών Γερμανού μάς πιάνει το φανάρι, κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, πηγαίνω στο δικό της, της λέω να βγει και της δίνω ένα από αυτά τα Χολιγουντιανά φιλιά στη μέση του δρόμου. Προφανώς κι άναψε πράσινο, προφανώς και μας κόρναραν, προφανώς και μας έβρισαν, κάποιοι χειροκροτούσαν και σφύριζαν κιόλας αλλά δεν μπορούσα να περιμένω μέχρι την επόμενη φορά που θα την έβλεπα. Άξιζε όλο το βρίσιμο του κόσμου.
Γράφει ο Γιάννης.
Είχαμε χωρίσει από δική μου βλακεία, δε μου μιλούσε, δεν έβρισκα τρόπο να την ξαναπλησιάσω ή έστω να την μαλακώσω. Μου ήρθε η ιδέα να τη ζωγραφίσω (δεν έχω ιδέα από ζωγραφική). Πήρα έναν καμβά, μεγέθυνα μια φωτογραφία της σε χαρτί, έκανα κάτι σαν πατιτούρα και το έβαψα ασπρόμαυρο. Δε βγήκε τέλειο, αλλά ήταν καλό. Της το έστειλα με κούριερ στο σπίτι, χωρίς σημείωμα. Ήξερε όμως ότι είμαι εγώ, επειδή εγώ είχα τραβήξει αυτή τη φωτογραφία. Μετά με πήρε τηλέφωνο κι όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Γράφει ο Άκης.
Είχαμε χωρίσει πριν πολλούς μήνες και δεν ήθελε να με δει μπροστά της, εγώ όμως την ήθελα όσο δεν πάει. Με τα λίγα, με τα πολλά (δηλαδή) την κατάφερα να βρεθούμε σε ένα καφέ κοντά στο σπίτι της (δε με άφηνε να πάω σπίτι της για να μου το κάνει ξεκάθαρο πως της τελείωσε). Ε, ο καφές έγινε ποτό, το ποτό δεύτερο ποτό, δε θέλαμε να το λήξουμε και φαινόταν. Τη ρωτάω «Να έρθω σπίτι σου;», μου λέει «Ναι», μπήκαμε στο αμάξι μου και φύγαμε. Έλα όμως που εκεί που έμενε δεν έβρισκες θέση πάρκινγκ ούτε με ευχέλαιο και δεν είχα και πολλή όρεξη να κάνω γύρες στο τετράγωνο -επειδή καταλαβαίνεις… Οπότε παρατάω το αυτοκίνητο κυριολεκτικά στην είσοδο μιας ιδιωτικής θέσης πάρκινγκ και δε με ένοιαζε καθόλου αν μου έπαιρνε το αμάξι ο γερανός, αρκεί να ήμουν μαζί της. Τόσο πολύ μου είχε λείψει. Το πρωί που ξύπνησα προφανώς και το αμάξι δεν ήταν εκεί. Οκ, δεν έγινε και τίποτα, πήρα ταξί. Θα το ξαναέκανα άνετα.
Γράφει ο Γιώργος.
Είχε τα γενέθλιά της και ήμασταν μακριά. Είμαι ποδοσφαιριστής και είχαμε αγώνα 400χλμ μακριά από την πόλη που μέναμε. Δεν είχα προλάβει να κάνω τίποτα για να της δείξω ότι τη σκέφτηκα και ήταν λίγο στεναχωρημένη που δε θα ήμασταν μαζί εκείνη τη μέρα. Μόλις πήγε μεσάνυχτα, μάζεψα όλη την ομάδα, την πήρα τηλέφωνο και της τραγουδήσαμε το γνωστό τραγούδι όλοι μαζί. Της φάνηκε αστείο και συγκινητικό ταυτόχρονα και οι συμπαίκτες μου είχαν ψωμί για να με κοροϊδεύουν για ολόκληρο τον χρόνο.
Γράφει ο Δημήτρης.
Ήμασταν σε ένα live της αγαπημένης μου μπάντας. Είχα συνεννοηθεί μέρες πριν με τον τραγουδιστή (και μπασίστα) της μπάντας που τυγχάνει να είναι και πολύ καλός μου φίλος. Κάποια στιγμή πριν αρχίσει το live ήρθε, μας χαιρέτησε και μου είπε να περιμένω το σινιάλο του. Αυτή το κατάλαβε πως κάτι ετοιμάζαμε, αλλά δεν πήγε το μυαλό της. Νόμιζε πως θα ανέβω στη σκηνή, να τραγουδήσω μαζί με τη μπάντα. Και το live άρχισε. Και μου έγινε το σινιάλο. Και ανέβηκα στη σκηνή. Της έκανα πρόταση γάμου και την κάλεσα επάνω να βάλουμε τις βέρες μας. Δεν το περίμενε. Η μπάντα μάς αφιέρωσε το τραγούδι της, το «Παιχνίδι της ζωής» και το live έγινε το πάρτι των αρραβώνων μας. Δε θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη και το χαμόγελο στο πρόσωπό της.