Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.
Γράφει η Χριστίνα.
Η ιστορία δεν είναι το πρώτο πρώτο μου φιλί αλλά το πρώτο φιλί της τωρινής μου σχέσης. Την πρώτη φορά που βγήκαμε οι δυο μας, αφού είχαμε πει πόσα πράγματα, τον πείραζα για κάτι που μου ‘χε πει, και πριν καν τελειώσω με έπιασε από το πρόσωπο και με φίλησε. Μέσα μου πεταλούδες, αστεράκια γύρω από το κεφάλι μου, ηλεκτρισμός στο on και όποτε μου λείπει σκέφτομαι αυτή τη στιγμή και τα συναισθήματα φουντώνουν απ’ την αρχή.
Αναφέρει η Σταυρίνα.
Ήμουν θαρρώ πρώτη γυμνασίου. Υπήρχε ένα αγοράκι μεγαλύτερο 3 χρόνια από εμένα που μου άρεσε πολύ, αλλά κρατούσα ασφαλή απόσταση. Καλοκαίρι, λοιπόν, και γίνεται ένα πάρτι σε σπίτι γείτονα και φίλου. Όλοι οι γνωστοί μαζεμένοι εκεί. Δροσιστικά αναψυκτικά και τα πασίγνωστα σε όλους Breezer και Gordon’s σε πληθώρα γεύσεων και επιλογών. Αφού, λοιπόν, έχω κατεβάσει δυο-τρία και την έχω κοινώς «ακούσει», βγαίνω να πάρω λίγο αέρα σε ένα σκοτεινό σημείο και μέσα στη ζάλη μου τον βλέπω να κάνει τσιγάρο. Χαιρετάω δειλά, πάω πιο κάτω, έρχεται, μου λέει πως με έχει προσέξει καιρό τώρα, πως με θεωρεί πολύ όμορφη και πριν καταλάβω αν ζω όνειρο ή αν είμαι ξύπνια, με φιλάει. Είδα αστεράκια, φεγγαράκια, νεραϊδούλες και ολόκληρο δάσος με ξωτικά. Από την ντροπή μου εξαφανίστηκα. Δυο μέρες έκανα να κοιμηθώ και τη Δευτέρα πήγα σχολείο με ύφος νικητή!
Μοιράζεται η Φωτεινή.
Στην πρώτη γυμνασίου ήμουν ερωτευμένη με έναν από τους πιο ωραίους του γυμνασίου. 2 χρόνια μεγαλύτερος, βεβαίως-βεβαίως, (όχι παίζουμε). Το καλύτερο απ’ όλα: έμενε δύο στενά πιο κάτω από εμένα. Σε ένα πάρτι του, λοιπόν, σαν τώρα το θυμάμαι ήμασταν στο μπαλκόνι, εγώ καθόμουν στην κουπαστή -τόσο μυαλό είχαμε τότε- και εκείνος όρθιος μπροστά μου. Ένιωσα μαγικά εκείνα τα λεπτά. Όχι, το love story δε συνεχίστηκε. Δεν του άρεσα (κλαψ, κλαψ).
Εκμυστηρεύεται η Βίκυ.
Είχαμε τελειώσει την Δ’ δημοτικού. Απέναντι από το σπίτι, σε ένα πάρκο. Γειτονιές τότε. Παιχνίδια. Πατίνια. Μανίνα. Κατερίνα. Μπλέικ. Είχε σουρουπώσει. Καλοκαίρι, από εκείνα τα αθώα, με ζεστή τόσο-όσο. Καθίσαμε στο παγκάκι με τον Πάνο και μετρήσαμε τα θέλω μας (συνομήλικοι). Όταν μεγαλώναμε θα γινόμασταν εκείνος πιλότος και εγώ μαία. Στο παγκάκι άβολα αρκετά, αλλά τόσο θελκτικές οι ματιές, αθώα τα αγγίγματα και νεόφερτα τα συναισθήματα που η στιγμή έπρεπε να μείνει ανεξίτηλη. Παιδιά ήμασταν. Ζωγραφίζαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο. Κάποια στιγμή τον ρωτάω: «Όταν μεγαλώσουμε θα ξέρουμε να φιλιόμαστε;». «Δεν ξέρεις;», μου απάντησε. «Όχι», αποκρίθηκα. «Να σου δείξω;», ρώτησε. «Αμέ…». Και μου έδειξε. Και ήθελα κι άλλο για να το εμπεδώσω. Δεν έγινε πιλότος. Δεν έγινα μαία. Αλλά σε όσες ζωές και να γυρίσω αυτό θα βαφτίσω φιλί. Total simplicity.
Παραθέτει η Κική.
Εντελώς ξενέρωτο και το φιλί, κι εγώ και το παλικάρι και το γεγονός ότι έγινε ενώπιον θεατών. Ήμουν ήδη Γ’ γυμνασίου και το θεωρούσαμε (εγώ κι η παρέα μου) ότι ήταν απαράδεκτο που ακόμη δεν είχα φιληθεί με κάποιον. Έτρεχε, λοιπόν, τότε ένα φλερτάκι εντελώς πλατωνικό με τον Αγαπητό (καλό παιδί θυμάμαι) που όμως δε μ’ ενθουσίαζε κι ιδιαίτερα και ο πιο αποτρεπτικός απ’ τους παράγοντες για το φιλί ήταν το εμφανές μουστάκι που ήδη είχε και τα πολύ σαρκώδη του χείλη που είχα την αγωνία ότι απ’ τη μια θα με τσιμπήσει κι απ’ την άλλη θα με βεντουζώσει. Υπερίσχυσε ωστόσο η αγωνία του ότι ΠΡΕΠΕΙ να φιληθώ, οπότε στο 3ο διάλειμμα μαζευτήκαμε στο προαύλιο 2 ζευγάρια. Η φίλη μου η Π με το αγόρι της κι εγώ με τον αγαπητό Αγαπητό. Και η φίλη μας η Μ έδωσε το σύνθημα για να αρχίσουν τα φιλία. Blank. Δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο σάλια. Πολλά σάλια. Καταρράκτες. Έκοψα το φιλί, σκουπίστηκα, γύρισα στην αίθουσα, πήγα μετά στο σπίτι, έβγαλα ανακοινωθέν στη μάνα μου -παραμένει άγνωστη η αιτία που το έκανα αυτό- και ξαναφίλησα αγόρι 2 χρόνια μετά βράδυ σε μια παραλία.