Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.
Γράφει η Σ.
Δουλεύω εστίαση σε μαγαζί, μπιλιάρδο – καφέ – μπαρ. Είμαι εντελώς μόνη σε ένα τεράστιο μαγαζί, κάνοντας τρία πόστα ταυτόχρονα στους 40 βαθμούς. Ο εργοδότης εξαφανισμένος κι εγώ να τρέχω πανικόβλητη. Έρχεται, λοιπόν, μια μέρα, αφού είχε πάει πρώτα παραλία, και κάθεται χωρίς να προσφέρει κανένα χέρι βοηθείας -μόνο χειρότερα τα έκανε. Οι πελάτες ήταν θαμώνες και είχαν το ελεύθερο -όχι από εμένα, φυσικά- να μιλούν με όποιον τρόπο είχαν κέφι και να με προσβάλλουν! Το αποτέλεσμα; Κάπου στα μέσα της βάρδιας και ενώ είχα εξουθενωθεί, μιας και δεν είχα πάρει ρεπό για πάνω από δυο μήνες, του ζήτησα να με βοηθήσει για να μην καθυστερήσω παραπάνω και εκείνος ξεκίνησε να φωνάζει και να με βρίζει, λες και ζήτησα κάτι παράλογο. Έκλαψα τόσο πολύ που κάποια στιγμή λιποθύμησα, καθώς ήμουν οριακά να πάθω υπερκόπωση. Δυο παλικάρια ευτυχώς ενδιαφέρθηκαν και ήρθαν να με συνεφέρουν. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου ο εργοδότης μού είπε «άσε τα δράματα και σήκω να κάνεις τη δουλειά σου»! Πήρα τα πράγματά μου κι έφυγα! Δε με είδε ποτέ ξανά, δεν πληρώθηκα ούτε όσα μου χρωστούσε, ούτε αυτά που έπρεπε. Πέρασα το υπόλοιπο καλοκαίρι στο κρεβάτι, διότι δεν μπορούσα να συνέλθω με τίποτα!
Μοιράζεται η Ε.
Μου ζήτησε να μείνω 14 ώρες. Αυτός ήταν και ο λόγος που παραιτήθηκα. Δεν ξέρω αν ήταν κακό, αλλά προειδοποίησα και τους επόμενους που έκαναν αίτηση. Δε σεβάστηκε το ότι έπρεπε να πάω να κάνω στο νοσοκομείο τη μηνιαία ενδοφλέβια θεραπεία μου και μου ζήτησε να μένω κι άλλο, ενώ γύρω μου γύριζαν όλα. Ντρέπομαι εγώ για εκείνη.
Εξομολογείται η Φ.
Ήμουν 16 χρονών και ήταν η πρώτη μου δουλειά σε καφέ. Επειδή ήμουν μικρή, ζήτησα να δουλεύω μόνο πρωινή βάρδια, δηλαδή 9-5. Το καφέ ήταν ολοκαίνουριο και είχε πάρα πολλή δουλειά σχεδόν όλες τις ώρες, οπότε εκεί στις πέντε παρά ανυπομονούσα να πάω σπίτι. Η κοπέλα που με άλλαζε ερχόταν μόνιμα με 20 λεπτά καθυστέρηση κι όποιος έχει δουλέψει στην εστίαση ξέρει πως τα είκοσι αυτά λεπτά φαίνονται ολόκληρος αιώνας όταν θες να φύγεις. Και δεν είναι μόνο ότι αργούσε, αργούσε επιδεικτικά (μιλούσε στο κινητό με φίλες, πήγαινε στην τουαλέτα να βαφτεί, έκανε το καφεδάκι της και δε μου έδινε σημασία). Ήταν αρκετά μεγαλύτερή μου, το ίδιο και οι άλλες που δούλευαν παραγωγή και δεύτερο σέρβις, και γενικά μου μιλούσαν απότομα και με εκμεταλλεύονταν, καθώς μου φόρτωναν όλες τις αγγαρείες επειδή «ήταν δουλειά μου. »Είχαν κάνει όλες κόμμα, λοιπόν, και νομίζω πως το έκαναν επίτηδες για να με τσιτώσουν ή να με κάνουν να κλάψω επειδή έβλεπαν πως δε διαμαρτυρόμουν ούτε για πλάκα. Τέλος της δεύτερης εβδομάδας που συνέβαινε αυτό (κι αφού έμαθα πως η κοπέλα που αργούσε έμενε σε απόσταση δύο λεπτών από το καφέ) έγινε το μπαμ. Τα άκουσε για τα καλά, με έβρισε, είπε ότι είμαι πολύ μικρή για να της κάνω υποδείξεις και πως θα δω τι θα πάθω από εδώ και πέρα. Της είπα κι εγώ πού ακριβώς τη γράφω και πως την προκαλώ να μιλήσει στον εργοδότη μας αν τολμάει, γίναμε κ@λος γενικά, αλλά μετά από αυτό δεν τόλμησε κανένας να μου μιλήσει άσχημα, να με υποτιμήσει ή να με αδικήσει. Να μιλάτε και να τους βάζετε στη θέση τους. Μόνο έτσι καταλαβαίνουν.
Θυμάται η Ζ.
Δουλεύω σέρβις και ένα πρωί με αρκετό κόσμο στη δουλειά ήρθε μια κυρία να παραγγείλει ελληνικό καφέ. Παρά το γεγονός ότι γινόταν ένας μικρός χαμός, η κυρία έδωσε παραγγελία και της πήγα νερό αμέσως, αφού όταν κάθισε ήταν κι η στιγμή που αν και το μαγαζί γεμάτο, είχαν μόλις όλοι εξυπηρετηθεί επιτέλους. Περνάνε δύο λεπτά και την ακούω να φωνάζει «Κοπελιά πού είναι ο καφές μου; Περιμένω 2 λεπτά, αυτό είναι απαράδεκτο». Ήθελα τόσο πολύ να βάλω τα γέλια και να τη βρίσω ταυτόχρονα, καθώς όλος ο υπόλοιπος κόσμος εκείνη την ημέρα μπορεί να είχε κάνει 30 λεπτά να εξυπηρετηθεί κι εκείνη δεν μπορούσε να περιμένει ούτε 5 και το αναγνώριζε. Της απάντησα ότι ο ελληνικός θέλει συγκεκριμένα λεπτά να βράσει και πως όταν είναι έτοιμος θα της τον φέρω χωρίς καθυστέρηση. Μου απάντησε «αν αργήσει ακόμα ένα λεπτό θα φύγω», κι εγώ ήθελα φυσικά να της δείξω την πόρτα αλλά αρκέστηκα σ’ ένα «όπως νομίζετε».
Γράφει η Γ.
Αναλαμβάνω πριν καμιά 5-6 χρόνια μια τάξη, πρέπει να ήταν τρίτη δημοτικού, και από τις πρώτες μέρες που ξεκινήσαμε τα μαθήματα διαπιστώνω ότι ένας μαθητής δυσκολεύεται να συμβαδίσει με τους υπόλοιπους. Καλώ, λοιπόν, τους γονείς του -όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις για να οργανώσουμε ένα εξατομικευμένο πλάνο με στόχο πάνω από όλα το καλό του παιδιού και την πρόοδό του. Εμφανίζεται ο πατέρας και μόλις του εξηγώ τις μαθησιακές δυσκολίες που διακρίνω στο παιδί του, με στολίζει με ένα σωρό κοσμητικά επίθετα, μου λέει ότι δε γίνεται δύο χρόνια τώρα να μην είχε δει κανένας τίποτα και μόνο εγώ να θέλω να βγάλω το παιδί τους προβληματικό, και πως αποκλείεται να ισχύουν όσα λέω γιατί ο Χρηστάκης από κούνιας είναι πανέξυπνος. Α, απείλησε ότι θα με αναφέρει στον διευθυντή και τον προϊστάμενό μου για τις πρακτικές διδασκαλίας που εφαρμόζω. Ποτέ δεν έχω λυπηθεί/νευριάσει τόσο στη ζωή μου.